Η RBS συγκαταλέγεται στις τράπεζες που δεν έχουν φτάσει ακόμα σε συμφωνία για το σκάνδαλο πώλησης ενυπόθηκων τίτλων την περίοδο πριν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, υπόθεση την οποία διερευνούν οι αμερικανικές αρχές και που, μέχρι στιγμής, έχει οδηγήσει στην επιβολή προστίμων ύψους 50 δισ. δολαρίων.
Όπως ανακοίνωσε η Royal Bank of Scotland, θα προβλέψει ότι ένα ποσό της τάξης των 3,1 δισ. στερλινών ή 3,8 δισ. δολαρίων από τα αποτελέσματα δ’ τριμήνου, μπορεί να κατευθυνθεί σε πρόστιμα που ενδέχεται να της επιβάλουν οι αμερικανικές αρχές για την υπόθεση. Το ποσό αυτό προέκυψε από εκτιμήσεις που έκανε, εξετάζοντας τις περιπτώσεις συμβιβασμών άλλων τραπεζών, όπως, για παράδειγμα τα 7,2 δισ. δολ. πρόστιμο που προέκυψε μετά τον διακανονισμό της Deutsche Bank και των 5,3 δισ. δολ. της Credit Suisse.
Η παραγραφή των 3,1 δισ. στερλινών αναμένεται ότι θα μειώσει τον δείκτη common equity Tier 1 κατά 1,35% σε σχέση με τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με την ίδια την RBS.
Η RBS εξακολουθεί να συνεργάζεται με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, αν και το χρονοδιάγραμμα ενός πιθανού συμβιβασμού παραμένει αβέβαιο, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση. Μέχρι στιγμής, η RBS έχει προχωρήσει σε παραγραφές ύψους 6,7 δισ. στερλινών που σχετίζονται με 15 υποθέσεις και μηνύσεις για την πώληση ενυπόθηκων τίτλων, ωστόσο αναφέρει ότι πιθανόν να επιβληθούν επιπλέον χρεώσεις.
Όπως δήλωσε ο CEO της RBS, Ross McEwan, οι επενδυτές της τράπεζας, μεταξύ των οποίων και η βρετανική κυβέρνηση, πληρώνουν «βαρύ τίμημα για αποφάσεις που ελήφθησαν από την RBS πριν την κρίση», για να προσθέσει ότι η χρέωση αυτή αντανακλά την κληρονομιά από την εποχή που η RBS έχασε τον δρόμο για τον στόχο που είχε αρχικά θέσει: τη δημιουργία μιας παγκόσμιας τράπεζας.