Μία επίσκεψη στο οινοποιείο Cantina Torrevilla, που βρίσκεται νότια του Μιλάνου, είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή η ιστορική ιταλική βιομηχανία. Ο πρόεδρος του συνεταιρισμού οινοπαραγωγών, Μάσιμο Μπαρμπιέρι, μιλώντας με υπερηφάνεια για την ποιότητα των σταφυλιών που θα χρησιμοποιηθούν για τα premium κρασιά La Genisia του 2024, δεν διστάζει να παραδεχτεί, ότι η φετινή χρονιά ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
Όπως και άλλοι φημισμένοι αμπελώνες, από το Μπορντό μέχρι τη Napa Valley, έτσι και η περιοχή Oltrepò Pavese στη Λομβαρδία έρχεται αντιμέτωπη με, τουλάχιστον, δύο σοβαρές προκλήσεις: την κλιματική κρίση και τις μεταβαλλόμενες καταναλωτικές συνήθειες. Η φετινή χρονιά χαρακτηρίστηκε από πρωτοφανείς βροχοπτώσεις στη βόρεια Ιταλία, οι οποίες προκάλεσαν την ανάπτυξη μυκήτων σε ορισμένα αμπέλια, αναγκάζοντας τους παραγωγούς να λάβουν δραστικά μέτρα.
Παράλληλα, οι μεγάλες αμπελουργικές χώρες, όπως η Ιταλία, καλούνται να προσαρμοστούν στη μείωση της δημοτικότητας του κόκκινου κρασιού, καθώς οι νεότεροι καταναλωτές προτιμούν κυρίως τις μπύρες, με πολλούς μάλιστα, να αποφεύγουν εντελώς το αλκοόλ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι οινοπαραγωγοί αντιμετωπίζουν, επίσης την εκτίναξη του κόστους των χρεών τους.
«Όπως όλοι, έτσι και εμείς αισθανόμαστε την άνοδο των επιτοκίων», λέει ο Μπαρπιέρι πρόεδρος της Cantina Torrevilla, ενός συνεταιρισμού περίπου 200 παραγωγών που παράγει όλα τα είδη κρασιού από pinot nero έως αφρώδη κόκκινα, προσθέτοντας ότι αυτή η κατάσταση επηρεάζει τις τελικές διανομές στους μετόχους, «υπάρχουν λιγότερα να διανεμηθούν στο τέλος».
Η άνοδος του κόστους χρηματοδότησης
Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη για κάποιους, όπως για τον Castelli del Grevepesa, έναν συνεταιρισμός στην περιοχή Κιάντι, ο οποίος κατέθεσε αίτηση για αναδιάρθρωση χρέους, μη μπορώντας να αντέξει τον διπλό κλοιό των οικονομικών υποχρεώσεων και της απώλειας μεριδίου αγοράς. Ο Terre Cortesi Moncaro, ένας άλλος συνεταιρισμός με ιστορία από το 1984, που παράγει τα διάσημα λευκά Verdicchio, αναγκάστηκε να ζητήσει δικαστική προστασία, αντιμετωπίζοντας προβλήματα από την εκτίναξη των δαπανών έως τις μειώσεις στην παραγωγή λόγω επιδημιών στους αμπελώνες.
Οι Ιταλοί οινοπαραγωγοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων ξεκίνησαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις, συχνά βασίζονται σε δανεισμό για να αντέξουν τις δυσκολίες. Φέτος, το κόστος των τόκων τους αναμένεται να φτάσει τα 306 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με τα 126 εκατ. ευρώ το 2022, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Studio Impresa. Το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί, από 0,92% το 2022 σε 2,24% το 2024.
Αν το πρόβλημα των αυξημένων χρηματοοικονομικών δαπανών ήταν το μοναδικό, οι οινοπαραγωγοί θα είχαν λιγότερους λόγους ανησυχίας. Όμως, η κλιματική κρίση, σε συνδυασμό με τη στροφή των νεότερων καταναλωτών σε άλλα ποτά, καθιστούν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος υπαρξιακές. Οι εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες του Σεπτεμβρίου του περασμένου έτους οδήγησαν στην πιο χαμηλή παραγωγή σταφυλιών της Ιταλίας των τελευταίων 76 ετών, και το 2024 φαίνεται πως θα είναι ελάχιστα καλύτερο.
Ο Μπαρπιέρι από την Cantina Torrevilla σημειώνει πως οι ξαφνικές μεταβολές της θερμοκρασίας έχουν γίνει η νέα πραγματικότητα. «Αυτό σημαίνει περισσότερη συντήρηση και λιγότερα σταφύλια», τονίζει. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός επιβαρύνει τους καταναλωτές, αφήνοντάς τους με λιγότερα χρήματα για να ξοδέψουν σε κρασί.
Σημαντική μείωση στην αξία των πωλήσεων
Παρόλο που η Ιταλία παραμένει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας κρασιού στον κόσμο από άποψη όγκου, η αξία των πωλήσεών της στις πέντε μεγαλύτερες καταναλωτικές αγορές – ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και Ιαπωνία – μειώθηκε κατά 7,3% το 2023, σύμφωνα με την Ιταλική Ένωση Οίνου. Οι προοπτικές για το 2024 παραμένουν ασαφείς.
«Έχουμε παρατηρήσει μια επιβράδυνση τόσο στην εγχώρια όσο και στις εξαγωγικές αγορές, η οποία προκλήθηκε από πολλούς παράγοντες», δηλώνει ο Λούκα Καστανιέτι, επικεφαλής ενός κέντρου μελέτης για τον κλάδο της οινοποιίας στο Studio Impresa, σύμφωνα με το Bloomberg. «Μερικές τάσεις είναι προσωρινές, ενώ άλλες ενδέχεται να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό έχει οδηγήσει σε οικονομικές δυσκολίες για πολλές εταιρείες, που δεν διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να ξεπεράσουν τα εμπόδια», προσθέτει.
Ακόμη και οι μεγαλύτερες, πιο οργανωμένες εταιρείες του κλάδου έχουν επηρεαστεί από τις χαμηλότερες πωλήσεις. Η Italian Wine Brands SpA, μία από τις δύο εισηγμένες οινοπαραγωγικές εταιρείες στη χώρα, επικεντρώνεται πλέον στα αφρώδη λευκά και τα premium κρασιά Super Tuscan και Piemonte, τα οποία προτιμούν οι πιο επιλεκτικοί νεότεροι καταναλωτές. Ωστόσο, αναγκάστηκε να μειώσει τις προβλέψεις εσόδων για το 2024 κατά 4%, λόγω της μείωσης της ζήτησης και των τιμών.
Ποιες ποικιλίες κρασιού επηρεάζονται περισσότερο
Ένα από τα μεγαλύτερα «θύματα» των αλλαγών στις προτιμήσεις των καταναλωτών είναι το βαρύ κόκκινο κρασί, το οποίο αποτέλεσε για δεκαετίες ακρογωνιαίο λίθο της οινοποιίας της Ιταλίας και της Γαλλίας. Οι εξαγωγές ιταλικών ερυθρών κρασιών με την ετικέτα DOP (σήμα ποιότητας τοπικής παραγωγής) μειώθηκαν κατά 5% το 2023, ενώ για τα κρασιά με την ετικέτα IGP, η μείωση έφτασε το 7%.
«Οι νεότερες γενιές έχουν μια προσέγγιση πολλαπλών κατηγοριών», εξηγεί ο Κάρλο Φλαμίνι, αναλυτής της Ιταλικής ένωσης οίνου. «Καταναλώνουν κρασί πιο σποραδικά και επιλέγουν ποτά ανάλογα με την περίσταση».
Για να ανταποκριθούν στις προτιμήσεις των καταναλωτών, οι οινοπαραγωγοί πειραματίζονται με νέα προϊόντα. Η Μαρτζία Βαρβαλιόνε, η οποία διευθύνει την οικογενειακή επιχείρηση Azienda Vini Varvaglione στην Απουλία, ανέφερε πως όταν παρατήρησαν την τάση για μη αλκοολούχα ποτά, άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά τη διαφοροποίηση της παραγωγής τους. Η διαφοροποίηση για τους παραγωγούς απαιτεί χρόνο και οικονομικούς πόρους, σε μια περίοδο που η χρηματοδότηση έχει γίνει πιο ακριβή. «Αυτή τη στιγμή, η διαφοροποίηση παραμένει ένα μέτρο επιχειρηματικής ασφάλειας, χωρίς να επενδύουμε σημαντικά κεφάλαια σε αυτό», δηλώνει η Βαρβαλιόνε. «Περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή».
Προσαρμόζονται στις νέες καταναλωτικές τάσεις
Ένα επιτυχημένο παράδειγμα ιταλικής διαφοροποίησης είναι το Prosecco. Μετά την οικονομική κρίση, οι καταναλωτές περιόρισαν τις δαπάνες τους, και τότε ήταν που οι παραγωγοί πίεσαν για τον «εκδημοκρατισμό των αφρωδών οίνων», όπως τον περιγράφει ο Φλαμίνι.
Πριν το 2008, η αγορά αφρωδών κρασιών ήταν διχασμένη ανάμεσα σε προϊόντα πολυτελείας, όπως η σαμπάνια, και σε πιο φθηνές, αμφιβόλου ποιότητας επιλογές. Οι Ιταλοί παραγωγοί επικεντρώθηκαν στο Prosecco, μια πιο προσιτή εναλλακτική στη σαμπάνια, και το προϊόν τους γνώρισε παγκόσμια επιτυχία.
Οι εξαγωγές ιταλικών αφρωδών οίνων υπερτριπλασιάστηκαν από το 2010 έως το 2023, σύμφωνα με την οινική ένωση, με τους Γάλλους καταναλωτές να επιλέγουν και αυτοί το Prosecco λόγω του πληθωρισμού, αυξάνοντας τις εισαγωγές κατά 25% το περασμένο έτος. Οι Ιταλοί παραγωγοί απέδειξαν ότι είναι «ανθεκτικοί και προσαρμόσιμοι», σύμφωνα με τον Φλαμίνι.
Η αλλαγή στη δομή του κλάδου, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας, ήταν αργή. Σχεδόν τα δύο τρίτα της καθαρής θέσης του ιταλικού οινοποιητικού κλάδου κατέχονται από οικογένειες, με τους συνεταιρισμούς να ελέγχουν το 16,6% και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα περίπου το 11%, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών ιδιωτικών κεφαλαίων.
Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν ορισμένες κινήσεις ενοποίησης και εξωτερικών επενδύσεων. Το 2022, η Clessidra SpA ίδρυσε την Argea SpA, συγκεντρώνοντας δύο μεγάλους παραγωγούς, τους Botter και Mondodelvino, με σκοπό την περαιτέρω επέκταση μέσω εξαγορών. Επίσης, οι ξένοι επενδυτές άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον, όπως η Platinum Equity που απέκτησε τη Farnese Vini το 2020.
«Σε αυτή την εποχή μεγάλων αλλαγών, η κλίμακα και η διαφοροποίηση βοηθούν έναν παίκτη να αντιδράσει πιο αποτελεσματικά», σημειώνει ο Μάσιμο Ρομάνι, διευθύνων σύμβουλος της Argea.
Οι συνεταιρισμοί, που συνήθως έχουν μικρότερη οικονομική ευελιξία, αναζητούν υποστήριξη από το κράτος. Η Legacoop Sicilia ζητά από την τοπική κυβέρνηση να παράσχει εγγυήσεις στους οινοποιούς για τη χρηματοδότηση επενδύσεων ή την αναδιάρθρωση των χρεών τους. Αν εφαρμοστεί το σχέδιο, οι πιο υγιείς συνεταιρισμοί θα μπορούν να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους και να βελτιώσουν την πρόσβαση σε πιστώσεις.
Αν όλα τα άλλα αποτύχουν, ο οινοτουρισμός παραμένει ένα αξιόπιστο στήριγμα για την ιταλική οικονομία. Οι μεγάλοι παραγωγοί έχουν δει αύξηση των εσόδων από επισκέψεις σε οινοποιεία και γευσιγνωσίες κατά 15% ετησίως. Η Cantina Torrevilla, για παράδειγμα, φιλοξενεί τακτικά εκδηλώσεις γευσιγνωσίας και προγραμματίζει να μετατρέψει τον πύργο της σε μουσείο.
Στην Πούλια, τα οινοποιεία Varvaglione προσφέρουν πλέον περιηγήσεις με άλογα στους αμπελώνες, που συνοδεύονται από πικνίκ και ένα ποτήρι κρασί. «Έχουμε δει αύξηση των επισκεπτών, ακόμα και από το εξωτερικό», καταλήγει η Βαρβαλιόνε. «Ο οινοτουρισμός μπορεί να γίνει πηγή εισοδήματος».
Διαβάστε ακόμη
Στα 13,8 δισ. ο συνολικός αντίκτυπος από το οικοσύστημα των αερομεταφορών στην Ελλάδα (γραφήματα)
O παράδεισος των σπάνιων αρωμάτων βρίσκεται στο ξενοδοχείο King George
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα