Η αναγγελία του Σολτς ότι η χώρα του είναι έτοιμη να σημειώσει πρόοδο στην ευρωπαϊκή “τραπεζική ένωση” είναι εντυπωσιακή. Η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος φραγμός σε αυτό το ζωτικής σημασίας έργο, έχοντας στυλώσει τα πόδια της στο θέμα του «κοινού σχήματος εγγύησης των καταθέσεων» που θα εξασφάλιζε ίση προστασία σε όλους τους μικρούς αποταμιευτές στην Ευρωζώνη. Το ότι ο υπουργός Οικονομικών της χώρας είναι πλέον ανοικτός στην ιδέα, είναι κάτι ευπρόσδεκτο.
Μια ματιά, ωστόσο, στα «ψιλά γράμματα» θα πρέπει να μετριάσει την όποια αισιοδοξία. Η Γερμανία ανέκαθεν υπαινισσόταν τη δυνατότητα κάποιας μορφής ασφάλισης καταθέσεων, αλλά πρόσθετε ότι αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει πριν οι χώρες της νομισματικής ένωσης μειώσουν τον κίνδυνο στα τραπεζικά τους συστήματα από κρατικά ομόλογα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτές οι κόκκινες γραμμές εξακολουθούν να υπάρχουν στην πρόταση του Σολτς. Υπάρχουν και μερικές νέες, για παράδειγμα αυτή για τον εταιρικό φόρο.
Το σχέδιο τραπεζικής ένωσης ήταν μια αντίδραση στην κρίση χρέους της Ευρώπης στις αρχές του 2010, η οποία κατέδειξε τους κινδύνους της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής εποπτείας και της διαχείρισης κρίσεων σε εθνικό επίπεδο. Η Ευρωζώνη έχει μεταφέρει εποπτικές εξουσίες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δημιούργησε τον Μηχανισμό Ενιαίας Επίλυσης (SRM), ο οποίος χρησιμοποιεί ένα κοινό βιβλίο κανόνων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των μεγάλων τραπεζών.
Πάντως, υπάρχουν ακόμα πολλές «τρύπες» σε αυτή τη διαδικασία. Για παράδειγμα, οι μικρές και μεσαίες τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται στο εθνικό επίπεδο και οι επικριτές φοβούνται ότι ο SRM δεν έχει τη δύναμη πυρός για να αντιμετωπίσει μια συστημική κρίση. Η εντυπωσιακή παράλειψη, ωστόσο, είναι η έλλειψη ενιαίου καθεστώτος εγγύησης καταθέσεων σε όλο το ευρωπαϊκό μπλοκ. Το νομοσχέδιο για τη διάσωση αποταμιευτών με καταθέσεις μέχρι και 100.000 ευρώ μετά από μια κατάρρευση τράπεζας εξακολουθεί να ισχύει μόνο σε μεμονωμένα κράτη- μέλη. Για μια νομισματική ένωση, αυτό δημιουργεί μια απαράδεκτη διαφορά μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών.
Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα, ο Σολτς πρότεινε (στο άρθρο του στους Financial Times) έναν νέο μηχανισμό «αντασφάλισης». Οι εθνικές εγγυήσεις καταθέσεων θα παραμείνουν η πρώτη γραμμή άμυνας, αλλά τα κράτη- μέλη θα είναι σε θέση να δανειστούν από ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Ασφάλισης Καταθέσεων για την κάλυψη πιθανών επιπλέον ζημιών. Ο Σολτς πιστεύει ότι αυτά τα δάνεια θα μπορούσαν να μετατραπούν, με την πάροδο του χρόνου, σε απλές μεταφορές κονδυλίων. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι η τελική υποστήριξη θα πρέπει να παραμείνει σε εθνικό επίπεδο. «Όπου μπορεί να χρειαστεί πρόσθετη χρηματοδότηση, το εμπλεκόμενο κράτος- μέλος θα παρέμβει», σημειώνει.
Μια τέτοια πρόταση είναι λιγότερο φιλόδοξη από αυτή που χρειάζεται η ζώνη του ευρώ. Διατηρεί τον κατακερματισμό και δεν εξαλείφει την ασυμμετρία μεταξύ αποταμιευτών σε διάφορες χώρες. Δεν είναι επίσης σαφές εάν ο Σολτς – ένας σοσιαλδημοκράτης – μιλάει προσωπικά ή έχει την υποστήριξη του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος της Άγκελα Μέρκελ.
Μετά από χρόνια κατά τα οποία το σχέδιο της τραπεζικής ένωσης εμφανιζόταν ανενεργό λόγω της εχθρότητας του Βερολίνου, είναι προφανώς καλύτερο το ότι ένας Γερμανός υπουργός Οικονομικών φαίνεται διατεθειμένος να διαπραγματευτεί. Μόλις εφαρμοστεί ένα σύστημα αντασφάλισης, μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πιο σημαντικό.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές προϋποθέσεις που συνδέονται με το σχέδιο του Σολτς. Αυτές περιλαμβάνουν την ανάγκη τα μέλη της Ευρωζώνης να σημειώσουν πρόοδο σε μια κοινή βάση εταιρικής φορολογίας και έναν ελάχιστο πραγματικό φορολογικό συντελεστή, στον οποίο αντιτίθενται οι χώρες χαμηλής φορολόγησης. Υπάρχει επίσης απαίτηση για εναρμόνιση των εθνικών νόμων περί αφερεγγυότητας, πράγμα που είναι εγγενώς πολύπλοκο. Θέλει επίσης να αλλάξει την κανονιστική αντιμετώπιση των κρατικών ομολόγων, ώστε να μην είναι πλέον άνευ κινδύνου, γεγονός στο οποίο αντιτίθενται κράτη υψηλού χρέους, όπως η Ιταλία.
Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τις περισσότερες από αυτές τις προτάσεις. Είναι σωστό να ενθαρρύνουμε τις τράπεζες να διαφοροποιήσουν τη συμμετοχή τους σε κρατικά ομόλογα για να περιορίσουν την έκθεσή τους στην εγχώρια κυβέρνησή τους. Ένα ευρωπαϊκό καθεστώς αφερεγγυότητας θα συνέβαλε στη διασφάλιση ότι ενδεχόμενη αποτυχία μικρομεσαίων τραπεζών, δεν θα ακολουθούσε ad hoc εθνικούς κανόνες, όπως συνέβη με την Ιταλία το 2017. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η Ευρωζώνη δεν μπορεί να σημειώσει πρόοδο σε ένα κοινό σύστημα καταθέσεων, πριν αυτά τα προβλήματα με κάποιο τρόπο επιλυθούν. Η Γερμανία, της οποίας το τραπεζικό σύστημα είναι γεμάτο προβλήματα – κυρίως στην Deutsche Bank AG – θα μπορούσε επίσης να ωφεληθεί από μια τέτοια εξέλιξη.
Η κίνηση του Σολτς θα έχει νόημα μόνο εάν οι χώρες της Ευρωζώνης παραιτηθούν από τα βέτο τους και προχωρήσουν σε ουσιαστικές συνομιλίες για την επιτάχυνση της τραπεζικής ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέταξε έναν άκρως φιλόδοξο οδικό χάρτη για τη δημιουργία κοινής ασφάλισης καταθέσεων, η οποία θα μπορούσε να επικαιροποιηθεί. Η ΕΚΤ έχει δώσει το πράσινο φως στην ιδέα αυτή. Το στοιχείο που λείπει ήταν η πολιτική βούληση. Ας ελπίσει κανείς ότι αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά.