Η Ευρώπη έχει καταφέρει να γεμίσει τα αποθέματα φυσικού αερίου της ενόψει του επερχόμενου χειμώνα, αλλά το επικίνδυνο της υπόθεσης είναι πως οι εκάστοτε κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών έχουν ελάχιστο έλεγχο σε ό,τι αφορά την κατανομή και χρήση του υδρογονάνθρακα.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Bloomberg, μόλις το 10% των αποθεμάτων φυσικού αερίου των ευρωπαϊκών χωρών από την Ιταλία μέχρι την Ολλανδία ελέγχεται άμεσα από τους ρυθμιστές των κρατών αυτών και αποτελεί μέρος των στρατηγικών αποθεμάτων.
Το υπόλοιπο 90% ανήκει στις πολυεθνικές, τις εταιρείες κοινής ωφέλειας και τις βιομηχανίες οι οποίες μπορούν, εάν το επιλέξουν, να πουλήσουν τα αποθέματά τους σε άλλες χώρες.
Συνοχή και αλληλεγγύη
Αυτό σημαίνει πως ένα κύμα κακοκαιρίας στη Γερμανία θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες προς τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, πλήττοντας περαιτέρω την ήδη τεταμένη συνοχή και αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ευρωπαϊκό δίκτυο φυσικού αερίου υποτίθεται πως έχει κατασκευαστεί έτσι ώστε να προσφέρει εύκολη κατανομή του υδρογονάνθρακα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ανάλογα με τη ζήτηση. Εάν υπάρχει αρκετό φυσικό αέριο, η κατάσταση δεν πρόκειται να αποδειχθεί προβληματική. Παρ’ όλα αυτά, το δίκτυο αυτό δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ μία ενεργειακή κρίση τέτοιου μεγέθους.
«Η λειτουργία του δικτύου σε περιόδους ενεργειακής κρίσης δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ», τόνισε ο αναλυτής της Wood Mackenzie, Γκράχαμ Φρίντμαν, προσθέτοντας πως «τα πάντα θα κριθούν από τη δριμύτητα του φετινού χειμώνα».
Εάν ο χειμώνας αποδειχθεί δύσκολος, τα αποθέματα ενδέχεται να κυμανθούν υπό του 10% μέχρι το τέλος Μαρτίου, σύμφωνα με τον Φρίντμαν, κάτι που θα οδηγήσει σε νέες, πυρετώδεις προσπάθειες αναπλήρωσής τους ενόψει του χειμώνα του 2023.
Ο ρόλος των επενδυτικών
Αν και η Ευρώπη δε διέπεται από διαφάνεια όσον αφορά τα ποσοστά που κατέχουν οι εκάστοτε εταιρείες και κυβερνήσεις, το μόνο σίγουρο είναι πως το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, συμπεριλαμβανομένων και των κρατικών, οι οποίες θα αναγκαστούν να παρέχουν φυσικό αέριο στους καταναλωτές.
Ένα μικρότερο ποσοστό ανήκει σε εταιρείες όπως Glencore, Trafigura και Vitol οι οποίες έχουν ως κύριο μέλημα τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου.
«Οι επενδύσεις σε αποθέματα φυσικού αερίου ενδέχεται να αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου επενδυτικού σχεδιασμού για τις ιδιωτικές εταιρείες αυτού του τύπου», τόνισε ο Αλούν Ντέιβις, στέλεχος της S&P Global, υπογραμμίζοντας πως «οι επενδυτικές συνήθως παρέχουν ρευστότητα στην ευρύτερη αγορά και δεν επενδύουν σε μεγάλες ποσότητες αποθεμάτων υδρογονανθράκων».
Μονομερείς αποφάσεις
Η ενεργειακή κρίση στην οποία παραμένει παγιδευμένη η Ευρώπη έχει αυξήσει την πιθανότητα μονομερών αποφάσεων των εκάστοτε ευρωπαϊκών κρατών, κάτι το οποίο ενδέχεται να αφήσει ορισμένα εξ αυτών χωρίς αέριο εάν υπάρξει απότομη επιδείνωση των καιρικών συνθηκών και αύξηση της κατανάλωσης. Αν και τα αποθέματα των ευρωπαϊκών χωρών βρίσκονται άνω του 5ετούς μέσου όρου λόγω της συντονισμένης, πολύμηνης προσπάθειας, η Γερμανία βρίσκεται σε ιδιαίτερα δεινή θέση, αφού τα αποθέματά της καλύπτουν μόλις το 25% της ετήσιας ζήτησής της. Σε παρόμοια θέση βρίσκεται και η Πολωνία με πληθυσμό 38 εκατομμυρίων κατοίκων η οποία έχει λιγότερα αποθέματα από τη Σλοβακία των 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων.
Σύμφωνα με τον Νικ Βαν Κούτερεν, στέλεχος της ολλανδικής PZEM NV, «εάν το σύστημα λειτουργήσει όπως πρέπει, οι τιμές θα αυξηθούν στις χώρες που υπάρχει αυξημένη ζήτηση, κάτι που θα εξισορροπηθεί από τις αυξανόμενες τιμές στις χώρες οι οποίες μέσω της ανακατανομής των αποθεμάτων τους θα έχουν μειωμένη προσφορά».
Οι τιμές αυτές αναμένεται να παραμείνουν μεταβλητές, δεδομένης της μειωμένης παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, η οποία πέρυσι κάλυπτε το 40% της ζήτησης. Αυτό, με τη σειρά του, αυξάνει την πιθανότητα της ανάγκης κατανομής του υδρογονάνθρακα μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., ενώ οι μεγαλύτερες αγορές όπως η Γερμανία και η Πολωνία αναμένεται πως θα «απομυζήσουν» τα αποθέματα μικρότερων πληθυσμιακά χωρών όπως η Ιταλία, η Αυστρία και η Ολλανδία.
Σημειωτέον πως η Γερμανία έχει πολλάκις αναγκαστεί να εισάγει φυσικό αέριο από τα αυστριακά αποθέματα στο παρελθόν, για την αντιστάθμιση της αυξημένης ζήτησης τόσο των νοικοκυριών αλλά και των βιομηχανιών της. Η Αυστρία, από την πλευρά της, αποτελεί ιστορικά πάροχο φυσικού αερίου, αφού τα 2/3 των αποθεμάτων της εξάγονται προς λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, ρόλο που επίσης έχουν επωμιστεί η Τσεχία και η Ουγγαρία.
«Η Ευρώπη είναι ενωμένη», τόνισε πρόσφατα ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς, προσθέτοντας πως «ως έθνος, μέσω των αποφάσεων που πήραμε τους προηγούμενους μήνες έχουμε εξασφαλίσει πως θα τα βγάλουμε πέρα τον φετινό χειμώνα».
Η μεγαλύτερη εισαγωγέας φυσικού αερίου της Γερμανίας, Uniper SE, άρχισε να χρησιμοποιεί τα αποθέματά της τον περασμένο Ιούλιο για την εξυπηρέτηση βιομηχανικών πελατών της, κάτι που ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετο με τα πλάνα της γερμανικής κυβέρνησης για αύξηση των εθνικών αποθεμάτων. Τώρα πια, η γερμανική κυβέρνηση έχει αναγκαστεί να θέσει σε εφαρμογή πλάνα κρατικοποίησης του ενεργειακού κολοσσού.
Οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών έχουν αυξήσει τις προσπάθειες για περιορισμό της πρόωρης μείωσης των αποθεμάτων. Η γερμανική κυβέρνηση έχει ήδη εφαρμόσει σχετική νομοθεσία, βάσει της οποίας τα αποθέματα πρέπει να βρίσκονται στο 40% την 1η Φεβρουαρίου του 2023. Οι εταιρείες παροχής φυσικού αερίου, σύμφωνα με το νέο νομοσχέδιο, θα δεχτούν πρόστιμα αν δεν εκπληρώσουν τον επιβεβλημένο αυτό στόχο.
Παράλληλα, η γερμανική κυβέρνηση έχει ενισχύσει τον όμιλο που διαχειρίζεται τη γερμανική αγορά φυσικού αερίου ονόματι Trading Hub Europe με 15 δισ. ευρώ σε χρηματοδότηση για αγορά φυσικού αερίου. Ο όμιλος έχει προχωρήσει σε αγορά 60 τεραβατωρών φυσικού αερίου, ποσοστό ανάλογο με το 25% των συνολικών γερμανικών αποθεμάτων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν και «κρατικά αποθέματα».
«Η γερμανική κυβέρνηση έχει, πια, τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου τις οποίες θα μπορέσει να διοχετεύσει στην αγορά το φετινό χειμώνα», τόνισε το στέλεχος της Ines, Σεμπάστιαν Μπλέσκε, υπογραμμίζοντας πως «το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών, όμως, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να τροφοδοτήσουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βασίζονται ως επί το πλείστον στην ορθή λειτουργία του κοινού ευρωπαϊκού δικτύου. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικολογικής Μετάβασης της Ιταλίας «δεν υπάρχει κανένας φόβος πως τα ιταλικά αποθέματα θα χρησιμοποιηθούν για την τροφοδοσία άλλων ευρωπαϊκών κρατών», δήλωση που υποδεικνύει την επιφυλακτική προσέγγιση πολλών ρυθμιστών ενόψει του χειμώνα.
Η ενεργειακή κρίση έχει δημιουργήσει μία ευρύτερη αντιπαράθεση σε ό,τι αφορά τα αποθέματα του φυσικού αερίου στη Γηραιά Ήπειρο και τη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και τη δυνατότητα αντιμετώπισης κρίσεων τέτοιου είδους στο μέλλον. «Ο χειμώνας του 2023-2024 θα είναι χειρότερος από τον φετινό», τόνισε χαρακτηριστικά ο Κλαούντιο Ντεσκάλτσι, CEO του ιταλικού κολοσσού Eni SpA.
Όσο για τον Όλαφ Σολτς, υπογράμμισε πως «το μόνο σίγουρο είναι πως θα αποτελέσει σοφή πρακτική η από κοινού αναπλήρωση των αποθεμάτων μας για το επόμενο έτος. Μέσω της χρήσης του Trading Hub Europe, έχουμε αποδείξει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να την επιτύχουμε».
Διαβάστε ακόμα
Grazie Mario: Η ΕΕ αποχαιρετά τον Mr. «Whatever it takes» (vid)
Σκρέκας: H ΡΑΕ θα μπορεί να χρησιμοποιεί τις προσωρινές μετρήσεις του ΔΕΔΔΗΕ για τα υπερέσοδα