Το κλείσιμο του γραφείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αθήνα το οποίο ανακοινώθηκε προ ημερών, εμφανίζεται ως ορόσημο, παρόλο που η Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλά άλλα κράτη τα οποία πλήττονται από κρίσεις τις τελευταίες δεκαετίες, δεν γλίτωσε τη χρεοκοπία λόγω του ΔΝΤ. Είναι η στιγμή να αναλογιστούμε εάν η χρεοκοπία της Ελλάδας έχει πραγματικά αποτραπεί από οποιονδήποτε.
Από τεχνική άποψη, η Ελλάδα δεν είναι πλέον χώρα σε κρίση. Είναι πιο χρεωμένη σε σχέση με την οικονομική της παραγωγή από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ ανερχόταν στο 180,2% στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του προηγούμενου έτους, σε σύγκριση με το συνολικό 80,5% στην ΕΕ, και δεν υπάρχει σημαντική πτωτική τάση. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το χρέος είναι βιώσιμο και ότι τα σχέδια θα μειωθούν στο 100% του ΑΕΠ έως το 2041. Η συμφωνία του 2018, η οποία εξομάλυνε τις αποπληρωμές της Ελλάδας, βοήθησε πολύ με αυτό.
Άλλοι δείκτες φαίνονται κακοί αλλά όχι καταστροφικοί. Η ανεργία μειώνεται στο 16,4% από την κορυφή του 2014 που είχε βρεθεί στο 27,8%. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης είναι τελικά σε θετική πορεία, που προβλέπεται από τους οικονομολόγους τους οποίους παρακολουθεί το Bloomberg να φτάσει το 1,7% για το 2019 και το 2% για φέτος.
Από τη σκοπιά του ΔΝΤ, ειδικά, λίγα είναι αυτά που μένουν να κάνει για την Ελλάδα. Πέρυσι, η χώρα προέβη σε πρόωρη αποπληρωμή 2,7 δις ευρώ (3 δισεκατομμύρια δολάρια) από το σχετικά ακριβό της χρέος προς το ΔΝΤ. Τώρα οφείλει στο ταμείο, το οποίο έκανε την τελευταία του εκταμίευση στην Ελλάδα το μακρινό 2014, μόλις $6,3 δισ. Από συνολικά 340 δισ. δολάρια στα οποία ανέρχεται το εξωτερικό της χρέος.
Αλλά στην πραγματικότητα, η κρίση και οι προσπάθειες διάσωσης έριξαν την Ελλάδα, μέλος της ΕΕ από το 1981, χαμηλά, ακόμα κι από το οικονομικό επίπεδο ορισμένων από τα νεώτερα κράτη μέλη. Το ΑΕΠ ανά κάτοικο, προσαρμοσμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, σταθεροποιήθηκε σε επίπεδο, που είναι λίγο μεγαλύτερο από τα δύο τρίτα του μέσου επιπέδου της ΕΕ, περίπου το ίδιο όπως στη Λετονία ή τη Ρουμανία. Οι υψηλοί φόροι που αναγκάστηκαν από τους πιστωτές να καταβάλουν οι φορολογούμενοι στην Ελλάδα δημιούργησαν μια άτυπη οικονομία περίπου τόσο μεγάλη, σε σχέση με το ΑΕΠ, όπως και σε αυτές και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μετανάστευση ήταν αυξημένη τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό είναι περισσότερο ένα πρόβλημα παρά μια ευτυχής εξέλιξη. Οι Έλληνες εγκαταλείπουν τη χώρα η οποία αριθμεί περίπου 11 εκατομμύρια πληθυσμό, με ρυθμό άνω των 100.000 ετησίως από την έναρξη της κρίσης. Η εκροή αυτή αντισταθμίστηκε μόνο από την άφιξη των μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική κατά τη διάρκεια του πρόσφατου κύματος προσφύγων – ένα βάρος που η Ελλάδα αγωνίζεται να διαχειριστεί.
Σε αντίθεση με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ωστόσο, η Ελλάδα δεν έλαβε ποτέ σημαντική εισροή εμβασμάτων από τους μετανάστες. Στην πραγματικότητα, τέτοιες μεταφορές κεφαλαίων έπεσαν ακόμη χαμηλότερα και από την περίοδο της έναρξης της μαζικής μετανάστευσης λόγω της κρίσης.
Η Ελλάδα έχει επίσης λιγότερη ευελιξία για να προωθήσει την οικονομική επέκταση από ό, τι τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης: Οι συμφωνίες με τους πιστωτές την ανάγκασαν να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεόνασμα του προϋπολογισμού και παρά τα χαμηλά επιτόκια, οι ανάγκες χρηματοδότησής της είναι πολύ υψηλότερες από τις ανατολικές χώρες εξ αιτίας του υψηλού χρέους της. Η Ρουμανία, για παράδειγμα, έχει δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μόλις 34%.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τα ανατολικοευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα, οι ελληνικές τράπεζες επιβαρύνονται με τεράστια ποσά μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία δεν μειώνονται αρκετά γρήγορα ώστε να επιτρέψουν στις τράπεζες να επεκτείνουν την πίστωση. Ο δείκτης κακής πίστης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος διαμορφώθηκε σε 42,1% το Σεπτέμβριο, τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Στη Ρουμανία, ο λόγος αυτός είναι κάτω από 5%.
Η Ελλάδα, με άλλα λόγια, δεν ξεκινά απλά από μια χαμηλή βάση όπως οι Ανατολικοευρωπαίοι – το κάνει αυτό ενώ στα πόδια της έχει δεμένη μια μπάλα με μια αλυσίδα. Η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προσπαθεί να απαλλάξει τους ισολογισμούς των τραπεζών από το κακό χρέος, αλλά η ευελιξία των ελληνικών κυβερνήσεων στον καθορισμό της οικονομίας θα περιορίζεται, πολύ πέρα από τη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Κατά κάποιον τρόπο, οι περιορισμοί είναι ευκαιρία να αναλογιστεί κανείς σχετικά με το τι πήγε στραβά στην Ελλάδα. Σε μια ομιλία του Σεπτεμβρίου του 2019, ο Πολ Τόμσεν, διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, δήλωσε ότι η κρίση στην Ελλάδα ήταν διαφορετική από τις αντίστοιχες περίπου την ίδια περίοδο στην Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Στις χώρες αυτές, η υιοθέτηση του ευρώ προκάλεσε μια ιδιωτική πιστωτική επέκταση που οδήγησε σε μια «μη βιώσιμη άνθηση της ζήτησης». Στην Ελλάδα, αντιθέτως, ήταν η κυβέρνηση που αύξησε τις συντάξεις και τα επιδόματα κατά 7% του ΑΕΠ στο διάστημα από την υιοθέτηση του ευρώ έως την έναρξη της κρίσης. Αυτό, κατά την άποψη του Τόμσεν, εξηγεί την κακή τύχη της Ελλάδας να αντιμετωπίσει μια μεγαλύτερη δημοσιονομική αυστηρότητα από ό, τι τα άλλα θύματα της κρίσης της ευρωζώνης.
Ως εκ τούτου, η πολιτική ελίτ της Ελλάδας πρέπει να μάθει να ζει με αυτούς τους μακροπρόθεσμους περιορισμούς. Ένας εμμονικός καταναλωτής πρέπει να χρησιμοποιεί με περίσκεψη τις πιστωτικές του κάρτες. Αντίθετα με ό,τι υποτίθεται συχνά, οι ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας τιμωρήθηκαν με τη σειρά τους για την υποστήριξη των κυβερνητικών αξιώσεων: Τους έγινε μεγάλη περικοπή το 2012.
Με άλλα λόγια, έχουν γίνει πολλά για την ελαχιστοποίηση της διακινδύνευσης από την πλευρά των Ελλήνων πολιτικών και των ιδιωτών επενδυτών. Ωστόσο, αυτή εξακολουθεί να υπάρχει για το ΔΝΤ και την ΕΕ, που έχουν επεξεργαστεί συλλογικά την τιμωρία η οποία επιβλήθηκε για τη χρηματοοικονομική διάσωση της Ελλάδας. Οι θεσμοί αυτοί δεν θα αναλάβουν ευθύνες για τα λάθη που έκαναν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων διάσωσης, υποτιμώντας το βάθος της κρίσης, απαιτώντας δραστικές αυξήσεις της φορολογίας, επιμένοντας σε σφικτούς προϋπολογισμούς, ακόμη και αν όλα αυτά μεταφράστηκαν σε διαρκή οικονομική ύφεση.
Το ΔΝΤ αποπληρώνεται πριν την εκπνοή της προθεσμίας. Οι αποδόσεις των ομολόγων που εκδίδει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας για την υποστήριξη της Ελλάδας είναι αρνητικές, οπότε η Ευρώπη μπορεί να αντέξει οικονομικά την επιείκεια για τους όρους αποπληρωμής της Ελλάδας. Η ελληνική κρίση έδωσε σκληρά μαθήματα στην ελληνική ελίτ και στους τραπεζίτες. Όμως, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελεύθερα να χειριστούν την επόμενη κρίση με τον ίδιο τρόπο, παγιδεύοντας το επόμενο θύμα αλλά αναδεχόμενα λίγο μόνο από το αντίστοιχο κόστος.
Το ΔΝΤ αποπληρώνεται πριν την εκπνοή της προθεσμίας. Οι αποδόσεις των ομολόγων που εκδίδει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας για την υποστήριξη της Ελλάδας είναι αρνητικές, οπότε η Ευρώπη μπορεί να αντέξει οικονομικά την επιείκεια για τους όρους αποπληρωμής της Ελλάδας. Η ελληνική κρίση έδωσε σκληρά μαθήματα στην ελληνική ελίτ και στους τραπεζίτες. Όμως, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελεύθερα να χειριστούν την επόμενη κρίση με τους ίδιους τρόπους, παγιδεύοντας το επόμενο θύμα αλλά αναδεχόμενα λίγο μόνο από το αντίστοιχο κόστος.
Φυσικά, ο κόσμος δεν πρέπει υποχρεωτικά να είναι δίκαιος, αλλά οι θεσμικοί πιστωτές της Ελλάδας θα πρέπει να εξετάσουν το αν θα επιβαρύνουν περισσότερο το βάρος της Ελλάδας. Εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, και ίσως η διάδοχός της, κάνει σημαντική πρόοδο για να ξανασταθεί στα πόδια της η οικονομία της Ελλάδας και για να επιστρέψουν οι Έλληνες μετανάστες, τότε δεν πρέπει να αποκλεισθούν οι ονομαστικές περικοπές του χρέους. Δεν είναι λάθος να κάνουμε την Ελλάδα να φοράει την μπάλα και την αλυσίδα της, αλλά να το κάνουμε στο διηνεκές, είναι υπεροβλικό.