Ορισμένοι Βρετανοί αναλυτές οι οποίοι έγιναν γνωστοί κατά τη διάρκεια της πανδημίας λόγω των προβλέψεών τους για τον πληθωρισμό, κρούουν και πάλι τον κώδωνα του κινδύνου.
Η ανάπτυξη της προσφοράς χρήματος καταγράφει σημαντική μείωση στη Βρετανία, την Ευρωζώνη και τις ΗΠΑ, με πολλούς αναλυτές να τονίζουν πως η ένδειξη αυτή αποτελεί προοίμιο της δημιουργίας ύφεσης και αποπληθωρισμού.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους Σάιμον Γουόρντ και Τιμ Κόνγκντον, οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν αυξήσει τα επιτόκιά τους υπερβολικά. Βάσει των εκτιμήσεών τους, η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός αποτελούν μία εξίσωση η οποία οφείλεται στην προσφορά χρήματος και την ταχύτητα με την οποία αυτό συναλλάσσεται (velocity). Τα στοιχεία αυτά, όπως υπογραμμίζουν, έχουν καταγράψει σημαντική μείωση.
Οι οικονομολόγοι υπογραμμίζουν πως τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είχαν προκαλέσει διψήφια αύξηση της προσφοράς χρήματος στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ένα χρόνο αργότερα, ο πληθωρισμός άγγιζε το 10%.
Σήμερα, η προσφορά χρήματος καταγράφει σημαντική μείωση. Στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με το Bloomberg, ο εξαμηνιαίος ρυθμός αλλαγής του δείκτη M3 ο οποίος προσμετρά τις καταθέσεις και τη ρευστότητα η οποία αντιστοιχεί σε τριετή ωρίμανση τίτλων, είναι ο χειρότερος από το 2010. Ο δείκτης M1, ο οποίος αφορά τα μετρητά και τις overnight καταθέσεις, έχει αρνητικό πρόσημο για πρώτη φορά στα ιστορικά.
Στη Βρετανία, η πραγματική ανάπτυξη του δείκτη Μ4 έχει μειωθεί υπερβολικά υπό των τάσεων, σύμφωνα με τον Γουόρντ, κάτι το οποίο υποδεικνύει αποπληθωριστικές τάσεις και ύφεση.
Βάσει των εκτιμήσεων του στρατηγικού αναλυτή της Nomura, Βιντσένζο Ινγκούσιο, η πρόσφατη συρρίκνωση του αμερικανικού Μ2 υποδεικνύει πως η Fed έχει «πατήσει υπερβολικό φρένο».
Σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της μεγαλύτερης πληθωριστικής κρίσης εδώ και τέσσερις δεκαετίες, οι κεντρικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σε γενναία αύξηση των επιτοκίων τους και παρεμφερείς τρόπους ποσοτικής σύσφιξης. Ο Κόνγκντον υπογραμμίζει πως τα δεδομένα της ρευστότητας υποδεικνύουν πως οι ρυθμιστές θα έπρεπε να είχαν σταματήσει τη σύσφιξή τους αυτή πολύ νωρίτερα.
Παράλληλα, ο Γουόρντ υπογραμμίζει πως «πρέπει να επιστρέψουμε σε θετικό πρόσημο σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της προσφοράς χρήματος. Οι κεντρικοί τραπεζίτες πίστευαν πως οι εκτιμήσεις μας πριν την κρίση ήταν τυχαίες. Αν αποδειχθούμε και πάλι σωστοί, όμως, θα αποφασίσουν τελικά να μας ακούσουν;».
Η περιορισμένη προσφορά χρήματος μπορεί, μεν, να αποτελέσει προάγγελο του αποπληθωρισμού, αλλά μπορεί -επίσης- να αποτελεί και ένδειξη των αποτελεσμάτων της πρόσφατης τραπεζικής κρίσης και της αστάθειας στις χρηματαγορές.
Η RBC υποστηρίζει πως τα χρήματα της Ευρωζώνης απλά μεταφέρονται σε άλλους τομείς του τραπεζικού συστήματος «αλλά η δανειοδότηση και η δημιουργία χρημάτων έχει μειωθεί υπερβολικά στη ζώνη του ευρώ. Τα πράγματα παραμένουν ανησυχητικά και στις ΗΠΑ όπου υπάρχει εκροή καταθέσεων η οποία δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας στις τράπεζες».
Ο Γουόρντ τονίζει πως η τραπεζική κρίση ενδέχεται να επιδεινώσει την έλλειψη χρήματος, αφού οι τράπεζες αποφεύγουν το ρίσκο και περιορίζουν την πίστωση. Ο Κόνγκντον, από την πλευρά του, πιστεύει πως η τρέχουσα κατάσταση είναι αρκετή για να δικαιολογήσει μία αλλαγή στο στρατηγικό πλαίσιο των κεντρικών τραπεζών: «H Fed, η ΕΚΤ και η ΒοΕ φταίνε όλες για τον υπερβολικό πληθωρισμό που ταλαιπωρεί τις οικονομίες τους. Θα φταίνε, επίσης και για τις υφέσεις που θα πλήξουν τις οικονομίες αυτές από τα μέσα του 2023».
Τα στελέχη της ΒοΕ διαφωνούν με τις απόψεις των αναλυτών αυτών. Σύμφωνα με την Σιλβάνα Τενρέιρο, «το QE επηρεάζει την οικονομία μόνο όσον αφορά τα επιτόκια. Δεν υπάρχει άλλη “γραμμή ρευστότητας” η οποία μπορεί να δημιουργήσει πληθωρισμό».
Όσο για τον Χιού Πιλ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΒοΕ τονίζει πως η μοντέρνα οικονομική επιστήμη ναι μεν ακολουθεί ορισμένες από τις εκτιμήσεις των μονεταριστών αλλά δε λαμβάνει υπόψη τις εκτιμήσεις τους για το πως η νομισματική πολιτική επηρεάζει τη γενικότερη οικονομία, αφού «αυτές οι θεωρίες έχουν καταρριφθεί από τη δεκαετία του 1980» όταν ο Τιμ Κόνγκντον ήταν μέλος της κυβέρνησης Θάτσερ.
Διαβάστε ακόμη:
«Καμπανάκια» για νέα κόκκινα δάνεια – Ποια χαρτοφυλάκια βρίσκονται στην «ουρά» για πώληση