Τα μέτρα των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων για τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την επίτευξη του net zero δε θα είναι αρκετά για την αποφυγή της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 2,1 με 2,9 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Συμβουλίου Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention on Climate Change/UNFCCC) του ΟΗΕ.
Παρά την πρόοδο που έχει καταγραφεί μέχρι τώρα, τόσο τα κράτη όσο και οι εταιρείες θα πρέπει να λάβουν περισσότερα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έτσι ώστε η αύξηση αυτή να περιοριστεί κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί και στη Συμφωνία του Παρισιού το 2015. Η έρευνα του UNFCCC βασίστηκε στα δεδομένα όλων των εθνικών πλάνων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής που έχουν καταβληθεί από το 2015 και ύστερα.
«Τα καλά νέα είναι πως οι εκπομπές αερίου του θερμοκηπίου δε θα καταγράψουν περαιτέρω αύξηση μετά το 2030 εάν όλα πάνε καλά», τόνισε το στέλεχος του Συμβουλίου, Σάιμον Στίελ, προσθέτοντας πως «τα άσχημα νέα είναι πως, βάσει των δεδομένων μας, δεν πρόκειται να πετύχουμε τους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων μας αυτη τη δεκαετία».
Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, η εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να μειωθεί κατά 50% μέχρι το 2030 και εξ ολοκλήρου μέχρι το 2050 (net zero) έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης της αύξησης της θερμοκρασίας υπό των 2 βαθμών Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα. Σημειωτέον πως μία αύξηση της τάξης αυτής θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την ανθρωπότητα εάν κανείς αναλογιστεί πως η μέχρι πρότινος αύξηση της τάξης του 1,1 βαθμού Κελσίου έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στο παγκόσμιο κλίμα.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν εκθέσει εκατομμύρια ανθρώπους σε αναπόφευκτες περιόδους ξηρασίας και πλημμυρών οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε επισιτιστικές κρίσεις και υποσιτισμό. Παράλληλα, έχουν αυξηθεί οι θάνατοι από τις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και η κλιματική μετανάστευση. Οι τομείς της γεωργίας, της αλιείας και του τουρισμού έχουν υποστεί απώλειες, ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες οι οποίες ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και οι οποίες μπορούν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, δεν το κάνουν.
Eάν επιτευχθούν όλοι οι στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ο συνολικός όγκος τους θα κυμανθεί στους 52,4 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα το 2030, μείωση της τάξης του 0,3% σε σχέση με το 2019. Σημειωτέον πως σύμφωνα με την αντίστοιχη περσινή έρευνα του UNFCCC, οι εκπομπές αυτές θα αυξάνονταν στους 54,9 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου μέχρι το 2030.
Οι χώρες οι οποίες έχουν προσυπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού αυξάνουν, μεν, την ταχύτητα μετάβασης σε καθαρότερες πηγές ενέργειας, αλλά όχι όσο θεωρείται αναγκαίο. Ακόμα κι αν επιτύχουν στο 100% των στόχων τους μέχρι το 2030, θα υπάρχει πλεόνασμα 16 δισεκατομμυρίων τόνων διοξειδίου που θα διοχετευθεί στην ατμόσφαιρα και το οποίο θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αύξηση της θερμοκρασίας άνω των 2 βαθμών Κελσίου.
Το εύρος των εκτιμήσεων (2,1 – 2,9 βαθμοί Κελσίου) οφείλεται στην αβεβαιότητα όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων των περισσότερων κρατών. Εάν οι στόχοι του 2030 δεν επιτευχθούν, θα χρειαστεί πολύ πιο δραστική παρέμβαση για την επίτευξη των στόχων του net zero μέχρι το 2050.
«Μειώνουμε την καμπύλη των εκπομπών αερίου αλλά όχι όσο πρέπει. Δεν βρισκόμαστε κοντά στα αναγκαία επίπεδα για την επίτευξη του στόχου αύξησης της θερμοκρασίας μόλις κατά 1,5 βαθμό Κελσίου», τόνισε ο Στίελ, προσθέτοντας πως «τα κράτη θα πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους τα επόμενα οκτώ χρόνια. Κάθε χρονιά θεωρείται πια κρίσιμη για το μέλλον της ανθρωπότητας».
Διαβάστε ακόμη:
Μειώνονται τα δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού για το 2023