Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πέρασε μεγάλο μέρος της θητείας του πείθοντας τραπεζίτες και διαχειριστές κεφαλαίων να συρρεύσουν στο Παρίσι μετά το Brexit. Η απόφασή του να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, όμως, προβληματίζει ορισμένους στον κλάδο.

Eταιρείες όπως η JPMorgan Chase & Co. και η Bank of America Corp. έχουν μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία δισεκατομμυρίων και εκατοντάδες υπαλλήλους στο Παρίσι τα τελευταία χρόνια, στοιχηματίζοντας ότι η γαλλική πρωτεύουσα θα ανταγωνιζόταν μια μέρα το Λονδίνο ως ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κέντρο. Ο Μακρόν εκτίμησε ότι η ώθηση αυτή δημιούργησε περισσότερες από 7.000 επιπλέον θέσεις εργασίας στον κλάδο, όπου η άνοδος των επιτοκίων τροφοδότησε κέρδη-ρεκόρ.

Παρά ταύτα, ορισμένοι τραπεζίτες παραδέχονται ότι ανησυχούν για θέματα όπως η αδειοδότηση από το κράτος και oι φόροι. Οι υπεύθυνοι για τις συμφωνίες προετοιμάζονται για καθυστέρηση των συναλλαγών, ενώ οι επενδυτικές εταιρείες προειδοποιούν για δυνητικά καταστροφικές οικονομικές συνέπειες σε περίπτωση που υιοθετηθούν ακραία μέτρα. Οι γαλλικές μετοχές και ιδιαίτερα οι τράπεζες έχουν υποχωρήσει μαζί με τα κρατικά ομόλογα.

Το Παρίσι ωφελήθηκε από το Brexit, καθώς ο Μακρόν βελτίωσε τη φιλοεπιχειρηματική του φήμη μειώνοντας τους φόρους στις επιχειρήσεις και μεταρρυθμίζοντας τον εργασιακό κώδικα. Μόλις τον περασμένο μήνα, φιλοξένησε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της Wall Street στις Βερσαλλίες, ενώ η κυβέρνησή του εισήγαγε περισσότερα μέτρα για να ενισχύσει την ελκυστικότητα της Γαλλίας.

Οι πρόωρες εκλογές που ξεκινούν στις 30 Ιουνίου κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε αναμέτρηση για τις οικονομικές πολιτικές που αποτελούν σήμα κατατεθέν του Μακρόν. Ενώ τα τελικά αποτελέσματα στις βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας που θα διεξαχθούν σε δύο γύρους είναι δύσκολο να προβλεφθούν, το πιο πιθανό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, θα είναι μια κάτω βουλή στην οποία κανένα από τα τρία κύρια κομματικά γκρουπ – ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός, το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο ή το κόμμα του Μακρόν και οι σύμμαχοί του – δεν θα καταλήξει να κατέχει απόλυτη πλειοψηφία. 

Οι τραπεζικές μετοχές έχουν σημειώσει πτώση εν μέσω ανησυχιών ότι η Γαλλία θα μπορούσε να περιδινιστεί σε αστάθεια, με παράλληλη επιδείνωση των δημοσιονομικών της. Οι μετοχές της Credit Agricole SA και της BNP Paribas SA, των μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας, έχουν καταγράψει απώλειες περισσότερο από 9% μετά από την ανακοίνωση του Μακρόν για πρόωρες εκλογές. Η Societe Generale SA έχει υποχωρήσει κατά 14%.

Μέχρι στιγμής, καμία από τις επιχειρήσεις που έχουν συγκεντρωθεί στο Παρίσι μετά το Brexit δεν έχει ανακοινώσει ότι σχεδιάζει αλλαγές και στελέχη ορισμένων εξ αυτών υποστηρίζουν ότι οι επενδύσεις τους έγιναν με μακροπρόθεσμη προοπτική που δεν επηρεάζεται από την τρέχουσα αστάθεια.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα υποστηρίζουν ότι η απόφαση του Μακρόν, η οποία ανακοινώθηκε μετά από μια συντριπτική ήττα στις ευρωεκλογές, τους αιφνιδίασε.

Τώρα, ανησυχούν για τον αντίκτυπο που θα είχε μια νίκη της ακροδεξιάς στην ικανότητά τους να μετακινήσουν προσωπικό από το εξωτερικό. Η φορολογία παραμένει ένας άλλος τομέας ανησυχίας, σε περίπτωση που οι υποστηρικτές πιο ακραίων πολιτικών κερδίσουν αρκετές έδρες για να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Η επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας Σένγκεν και η παροχή προτεραιότητας στους Γάλλους υπηκόους στην αγορά εργασίας ήταν μέρος των προηγούμενων προεκλογικών δεσμεύσεων της Λεπέν. Τόσο τα κόμματα της άκρας αριστεράς όσο και της άκρας δεξιάς θα επιδιώξουν πιθανότατα την επιβολή φόρου πλούτου, σύμφωνα με πρόσφατο σημείωμα της Goldman Sachs Group Inc. Εκτός από την επανεξέταση των φορολογικών ελαφρύνσεων για τις εταιρείες, ο αριστερός συνασπισμός αναμένεται να προωθήσει έναν υψηλότερο φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.

Οι τραπεζίτες, εν τω μεταξύ, αναμένουν ότι η αυξημένη δραστηριότητα στον κλάδο θα σταματήσει, καθώς η πολιτική αβεβαιότητα καθιστά δύσκολο να ολοκληρωθούν οι συμφωνίες σε μια χώρα όπου οι εξαγορές τείνουν να ελέγχονται στενά από την κυβέρνηση.

Η παρατεταμένη πολιτική αστάθεια θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει το συνεχιζόμενο κυνήγι για ταλέντα και να πλήξει τις προσπάθειες πρόσληψης ορισμένων διεθνών τραπεζών που επιθυμούν να ενισχύσουν τις δραστηριότητές τους στο Παρίσι.

Μεταξύ των μεγαλύτερων δανειστών που έχουν ενισχύσει τις δραστηριότητές τους στο Παρίσι είναι η JPMorgan, η οποία έχει πλέον περίπου 900 υπαλλήλους στην πόλη. Η Bank of America ήταν από τις πρώτες αμερικανικές τράπεζες που ανακοίνωσαν σχέδια για τη δημιουργία μιας βάσης στο γραφείο της στο Παρίσι. Έκτοτε ο αριθμός των υπαλλήλων της στην μεγαλούπολη αυξήθηκε από περίπου 100 σε 600 άτομα. Η Citigroup Inc. έχει υπερδιπλασιάσει τον αριθμό των υπαλλήλων της σε περίπου 400.

«Οι πάροχοι χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που έχουν μετακινηθεί στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια δεν θα μετακινηθούν στη Φρανκφούρτη μόνο και μόνο λόγω των εκλογικών αποτελεσμάτων στις αρχές Ιουλίου», δήλωσε ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικών ερευνών της ING. «Μπορώ όμως να φανταστώ ότι η Φρανκφούρτη θα γίνει απλώς λίγο πιο ελκυστική για νέες εταιρείες που εξακολουθούν να απομακρύνονται από το Λονδίνο».

Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο Χουμπέρτους Βάεθ, διευθύνων σύμβουλος της Frankfurt Main Finance, μιας ομάδας που προωθεί τη Φρανκφούρτη ως χρηματοπιστωτικό κέντρο. «Οι φοροαπαλλαγές και άλλα προνόμια για την προσέλκυση των τραπεζών στο Παρίσι ενορχηστρώθηκαν από τον Μακρόν», δήλωσε ο Βάεθ.

«Αυτό δεν θα λειτουργήσει πλέον με την προσέγγιση της Λεπέν που απευθύνεται στους εργάτες. Τα κίνητρα που ήταν προσωρινά, όπως τα φορολογικά πλεονεκτήματα, πιθανότατα δεν θα παραταθούν», συμπλήρωσε.

Για τις επενδυτικές εταιρείες που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν δισεκατομμύρια ευρώ σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η σταθερότητα είναι το κλειδί για την προσέλκυση ξένων επενδυτών, δήλωσε ο Μπερτράν Ραμπώ, πρόεδρος της France Invest.

Εκτός από την προοπτική νέων φόρων, οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες θα παρακολουθήσουν στενά το πώς η επόμενη κυβέρνηση σχεδιάζει να καλύψει τις τρύπες του προϋπολογισμού. Η Γαλλία και η Ιταλία δέχθηκαν επίπληξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αυτή την εβδομάδα για μεγάλα ελλείμματα, το πρώτο στάδιο μιας αντιπαράθεσης που θα δοκιμάσει την ενότητα του μπλοκ και θεωρητικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόστιμα δισεκατομμυρίων ευρώ.

Η S&P Global Ratings υποβάθμισε τον περασμένο μήνα την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας, υποστηρίζοντας ότι το έλλειμμα θα παραμείνει πάνω από το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μέχρι το 2027. Τη στιγμή που οι αναλυτές υποστηρίζουν πως η στρατηγική της γαλλικής κυβέρνησης για το έλλειμμα στερείται συνοχής και αξιοπιστίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζήτησε «ουσιαστικές» επιπρόσθετες προσπάθειες.

Οι επενδυτές στις δημόσιες αγορές έχουν ήδη αρχίσει να τις προσεγγίζουν με επιφυλακτικότητα. Ο χρηματιστηριακός δείκτης αναφοράς CAC 40 κατέγραψε πτώση της τάξης του 6,2% την περασμένη εβδομάδα, οδηγώντας τη Γαλλία κάτω από το Ηνωμένο Βασίλειο ως η μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αγορά της Ευρώπης βάσει αξίας.

Οι γαλλικές μετοχές είναι πλέον οι λιγότερο δημοφιλείς στην Ευρώπη, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της BofA μεταξύ των διαχειριστών κεφαλαίων στην περιοχή, μια απότομη μεταβολή από τον Μάιο, όταν η χώρα ήταν η κορυφαία επιλογή τους.

Για τον Στεφάν Μπουζνά, ο οποίος διευθύνει τον διαχειριστή του χρηματιστηρίου Euronext NV, οι φόβοι αυτοί είναι υπερβολικοί, διότι το θεσμικό πλαίσιο της χώρας θα διασφαλίσει ότι η όποια αλλαγή δεν θα είναι τόσο ριζική όσο κάποιοι φοβούνται.

«Είναι απολύτως κατανοητό ότι ο κόσμος προβληματίζεται και προσπαθεί να αναλύσει τι συμβαίνει στη Γαλλία, επειδή η Γαλλία δεν συνηθίζει να προχωρά σε πρόωρες εκλογές», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Παρ’ όλα αυτά, «δεν βλέπω καμία αναστροφή του αφηγήματος που έχει κάνει την Γαλλία ελκυστική, σταθερή και ισχυρή την τελευταία δεκαετία», προσέθεσε χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ακόμη 

Σχέδιο για μόνιμες και μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών

Το «σπριντ» για τις κορυφαίες θέσεις στην ΕΕ ξεκίνησε – Η μπλόφα της Τζόρτζια Μελόνι

Αγώνας δρόμου για την κάλυψη χιλιάδων θέσεων εργασίας στην πληροφορική

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ