Οι Ρώσοι μεγιστάνες εισέπραξαν δισεκατομμύρια δολάρια σε μερίσματα, καθώς οι εταιρείες τους επανέλαβαν ή αύξησαν τις πληρωμές εν μέσω της υποχώρησης της οικονομικής αβεβαιότητας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Τουλάχιστον δώδεκα επιχειρηματίες κέρδισαν περισσότερα από 1 τρισεκατομμύριο ρούβλια (11,3 δισεκατομμύρια δολάρια) το 2023 και το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία για τα μερίσματα που συγκέντρωσε το Bloomberg. Πολλοί από αυτούς έχουν στενούς δεσμούς με τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ η λίστα περιλαμβάνει κάποιους στους οποίους έχουν επιβληθεί κυρώσεις για τον πόλεμο που διανύει πλέον τον τρίτο χρόνο του.

Ο Βαγκίτ Αλεκπέροφ, βασικός μέτοχος και πρώην πρόεδρος του πετρελαϊκού γίγαντα Lukoil PJSC, βρέθηκε στην κορυφή της λίστας με περίπου 186 δισεκατομμύρια ρούβλια σε μερίσματα. Του έχουν επιβληθεί κυρώσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, αλλά μέχρι στιγμής έχει αποφύγει τις κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι δισεκατομμυριούχοι Αλεξέι Μορντάσοφ, της Severstal PJSC, και Βλαντίμιρ Λισίν, της Novolipetsk Steel PJSC, ήταν οι επόμενοι με μερίσματα 148 δισ. και 121 δισ. ρουβλίων αντίστοιχα. Ο Μορντάσοφ υπόκειται σε κυρώσεις των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ε.Ε., ενώ ο Λισίν δεν υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς.

Ο κατάλογος περιλαμβάνει επίσης τον δισεκατομμυριούχο σύμμαχο του Πούτιν, Γενάντι Τιμτσένκο και την Τατιάνα Λιτβινένκο, η οποία ανέλαβε μετοχικό μερίδιο στην PhosAgro PJSC πριν ο σύζυγός της Βλαντίμιρ υποστεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ το 2023. Ο Βλαντίμιρ Λιτβινένκο είναι πρύτανης του Πανεπιστημίου Μεταλλείων της Αγίας Πετρούπολης, όπου ο Πούτιν έλαβε διδακτορικό δίπλωμα το 1997, ενώ διετέλεσε και ως υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου στην πόλη κατά τη διάρκεια τριών εκλογικών αναμετρήσεων.

Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επέβαλαν σαρωτικές κυρώσεις στη Ρωσία ως απάντηση στην εισβολή του Φεβρουαρίου του 2022, ωθώντας πολλές εταιρείες να διακόψουν την καταβολή μερισμάτων λόγω της αβεβαιότητας για μια πιθανή οικονομική κατάρρευση. Οι φόβοι αυτοί δεν επιβεβαιώθηκαν, καθώς η ρωσική οικονομία προσαρμόστηκε σταδιακά στις νέες συνθήκες και οι εξαγωγείς βρήκαν εναλλακτικές αγορές.  

Αφού συρρικνώθηκε κατά το έτος που ακολούθησε την έναρξη του πολέμου, η οικονομία της Ρωσίας ανέκαμψε απότομα, καθώς η κυβέρνηση δαπάνησε μαζικά για να επεκτείνει την αμυντική βιομηχανία, να θωρακίσει τις εγχώριες επιχειρήσεις από τις επιπτώσεις των κυρώσεων και να παράσχει κοινωνική στήριξη στα νοικοκυριά.

Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε κατά 5,4% το α’ τρίμηνο σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Πολλοί εξαγωγείς εμπορευμάτων επανέλαβαν την καταβολή μερισμάτων μετά την αναδιαμόρφωση των επιχειρήσεών τους και την επαναδρομολόγηση των πωλήσεων προς τις αγορές της Κίνας, της Ινδίας και άλλων χωρών του Παγκόσμιου Νότου που δεν έχουν εφαρμόσει κυρώσεις λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Πολλές εταιρείες που ελέγχονται από το κράτος, όπως η Gazprom Neft PJSC και η μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας Sberbank PJSC, δεν σταμάτησαν ποτέ να καταβάλλουν μερίσματα, καθώς συγκέντρωσαν κέρδη-ρεκόρ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι μέτοχοι της Sberbank ενέκριναν τον περασμένο μήνα ρεκόρ 752 δισεκατομμυρίων ρουβλίων σε μερίσματα για το 2023.

Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία της Ρωσίας μπορεί να αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα το β’ εξάμηνο του έτους και το 2025, τα οποία μπορεί να ωθήσουν την κυβέρνηση να αυξήσει τους φόρους, σύμφωνα με τον Κρις Γουίφερ, διευθύνοντα σύμβουλο της Macro-Advisory Ltd. Για πολλούς ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, «είναι καλύτερο να λάβουν τα μερίσματά τους τώρα παρά να διακινδυνεύσουν να τα χάσουν στους φόρους του επόμενου έτους», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες σχετικά με τις πληρωμές που μπορεί να οδηγήσουν σε ελλείψεις βιομηχανικών εξαρτημάτων και καταναλωτικών αγαθών, προσέθεσε.

Όλα αυτά διαδραματίζονται μετά την εντατικοποίηση των απειλών των ΗΠΑ για επιβολή δευτερογενών κυρώσεων σε τράπεζες χωρών που η Ρωσία θεωρεί «φιλικές». Οι αμερικανικές κυρώσεις στο Χρηματιστήριο της Μόσχας τον περασμένο μήνα το ανάγκασαν να σταματήσει τις συναλλαγές σε δολάρια και ευρώ.

Το υπουργείο Οικονομικών αύξησε τον περασμένο μήνα την εκτίμησή του για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2024 σε 2,12 τρισεκατομμύρια ρούβλια, ή 1,1% του ΑΕΠ, από 1,59 τρισεκατομμύρια ρούβλια. Με τον πληθωρισμό να «τρέχει» με υπερδιπλάσιο ρυθμό από τον στόχο του 4%, η Τράπεζα της Ρωσίας ενδέχεται να αυξήσει το βασικό επιτόκιο έως και 200 μονάδες βάσης αργότερα αυτόν τον μήνα από το τρέχον 16%.

Ένα ακόμη πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Ρώσοι μεγιστάνες είναι το πού μπορούν να επενδύσουν τα μερίσματά τους, αφού οι κυρώσεις ανάγκασαν πολλούς να στραφούν προς την εγχώρια αγορά.

Τον Μάιο, οι ιδιώτες επενδυτές επένδυσαν 116,3 δισεκατομμύρια ρούβλια στο Χρηματιστήριο της Μόσχας, μηνιαίο ρεκόρ μέχρι στιγμής για το 2024.

Οι επενδύσεις στις ρωσικές βιομηχανίες σημείωσαν άλμα 14,5% σε ετήσια βάση το α’ τρίμηνο και ανήλθαν σε ρεκόρ σχεδόν 6 τρισεκατομμυρίων ρουβλίων, σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, οι εγχώριες ευκαιρίες είναι περιορισμένες.

«Υπάρχει απλώς πάρα πολύ μεγάλη αβεβαιότητα για τους μεγιστάνες όσον αφορά τις μεγάλες επενδύσεις αυτή τη στιγμή, ιδίως όταν μπορούν να λάβουν υψηλά επιτόκια από τις ρωσικές τράπεζες για τις καταθέσεις τους», δήλωσε ο Γουίφερ, προσθέτοντας πως «για τους περισσότερους, η συνετή πορεία δράσης είναι να περιμένουν».

Διαβάστε ακόμη

Δραματική αύξηση του κόστους δανεισμού της Γαλλίας αναμένουν οι αναλυτές (γράφημα)

Γιατί ο τουρισμός παραμένει κινητήρια δύναμη για την Οικονομία

Κρατικές επιδοτήσεις ρεύματος: 4 εκατ. ευρώ επιπλέον θα πάρουν πάνω από 100.000 επιχειρήσεις

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ