Τo φάρμακo κατά της ελονοσίας που ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει διαφημίσει για τη θεραπεία του Covid-19, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι και ο ίδιος το παίρνει, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου και καρδιακών παθήσεων σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η υδροξυχλωροκίνη και η χλωροκίνη δεν ωφέλησαν τους ασθενείς με κοροναϊό, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό αντιβιοτικό, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή από το ιατρικό περιοδικό The Lancet.
Οι δηλώσεις Τραμπ οδήγησαν πολλούς ανθρώπους να παίρνουν τα συγκεκριμένα φάρμακα χωρίς να υπάρχει επιστημονική απόδειξη για το αποτέλεσμά τους.
Η μελέτη εξέτασε τα αρχεία 15.000 ατόμων που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία με τα συγκεκριμένα φάρμακα και ένα από τα δύο αντιβιοτικά που συνδυάζονται με αυτά. Το παραπάνω θεραπευτικό σχήμα συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από αυτόν που παρουσίαζαν 81.000 ασθενείς που δεν λάμβαναν τη συγκεκριμένη θεραπεία.
Η μεγαλύτερη αύξηση κινδύνου παρατηρήθηκε στην ομάδα που έλαβε υδροξυχλωροκίνη και ένα αντιβιοτικό, όπου το 8% των ασθενών που έλαβαν τον συνδυασμό αυτό εμφάνισαν καρδιακή αρρυθμία έναντι του 0,3% της ομάδας σύγκρισης. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την θεραπεία του Covid-19 μόνο ως μέρος ισχυρών μελετών ώστε να καταδειχθεί η αποτελεσματικότητά τους και η συνέπειες τους.
Η μελέτη αποσύρθηκε
Οι συγγραφείς μιας άλλης μελέτης που υποστήριζε τη χρήση των φαρμάκων κατά της ελονοσίας σε συνδυασμό με αντιβιοτικά για την θεραπεία του Covid-19 ζήτησαν την απόσυρσή της, σύμφωνα με τον ιστότοπο του Retraction Watch. Η μελέτη είχε αναρτηθεί στο Διαδίκτυο στις 11 Μαΐου και δεν είχε ελεγχθεί ούτε δημοσιευθεί σε ιατρικό περιοδικό.
Στη θέση της μελέτης έχει αναρτηθεί μια ανακοίνωση από τους συγγραφείς της που αναφέρει ότι σκοπεύουν να αναθεωρήσουν τη μελέτη τους εξαιτίας «της διαμάχης σχετικά με την υδροξυχλωροκίνη και την αναδρομική φύση της μελέτης τους».
Μέχρι τώρα μόνο ένα φάρμακο, το remdesivir της Gilead Sciences Inc., έχει αποδειχθεί ότι ωφελεί τους ασθενείς με κορωνοϊό σε κλινική δοκιμή. Στη συγκεκριμένη μελέτη μείωσε τον χρόνο ανάρρωσης των ασθενών από κατά μέσο όρο 15 ημέρες σε 11 ημέρες.