Όλο και περισσότερο, το ερώτημα δεν είναι το “έαν” αλλά το “πότε” η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αυξήσει το μέγεθος του προγράμματος αγοράς ομολόγων έκτακτης ανάγκης (PEPP) για να βοηθήσει τις πιο ευάλωτες οικονομίες της ευρωζώνης να αποφύγουν μια βαθύτερη ύφεση.
Με τις χώρες να βασίζονται όλο και περισσότερο στον δανεισμό με πώληση ομολόγων για να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα ανταπόκρισης τους στην πανδημία του κορωνοϊού, η ΕΚΤ πιθανότατα θα αναλάβει να απορροφήσει μεγαλύτερο βάρος τους ως αγοραστής τελευταίας ευκαιρίας, καθώς οι ιδιώτες επενδυτές αποφεύγουν να αναλάβουν τον κίνδυνο.
Το χρέος φουσκώνει
Η κρίση θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να καλύψουν τις ανάγκες τους με δανεικά, εκδίδοντας φέτος επιπλέον ομόλογα σε σχέση με πέρυσι κατά 850 δισ. ευρώ, σύμφωνα με αναλυτές της ABN Amro.
Η ΕΚΤ δεν αναμένεται να αγοράσει όλο αυτό το επιπλέον χρέος, αλλά αρκετό ώστε με τις αγορές της να συγκρατήσει τις τιμές των ομολόγων ψηλά και το κόστος δανεισμού χαμηλά. Έτσι θα διασφαλίσει ότι το οικονομικό σοκ δεν θα μετατραπεί σε κρίση δανεισμού και χρέους όπως αυτή που σχεδόν διέλυσε τη νομισματική ένωση πριν από μια δεκαετία.
Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ (PEPP) παρουσιάστηκε ως το εξειδικευμένο εργαλείο της ΕΚΤ για την καταπολέμηση της χειρότερης μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη. Κάποιοι οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν από το Bloomberg πριν από την συνεδρίαση της ΕΚΤ αυτής της εβδομάδας ανέμεναν από τους κεντρικούς τραπεζίτες ότι θα προσθέσουν 500 δισεκατομμύρια ευρώ αργότερα φέτος στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ την Πέμπτη ωστόσο διατήρησε το μέγεθος του προγράμματος της αμετάβλητο, επιλέγοντας αντ ‘αυτού να χρησιμοποιήσει άλλα εργαλεία για την ενίσχυση του τραπεζικού δανεισμού. Ωστόσο, η Πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ είπε ότι μπορεί να αυξηθεί και να επεκταθεί πέρα από το 2020.
Το ερώτημα είναι πότε
Ενώ οι ιδιώτες επενδυτές είναι πιθανό να κάνουν ουρές για τα θεωρούμενα πλέον ασφαλή ομόλογα, όπως αυτό της Γερμανίας, ενδέχεται να απαιτήσουν ολοένα και υψηλότερα επιτόκια από πιο αδύναμα έθνη όπως η Ιταλία και η Ισπανία – τα οποία επιπλέον πλήττονται περισσότερο από τον κορωνοϊό και θα έχουν τις μεγαλύτερες δανειακές ανάγκες για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.
Αυτό το λεγόμενο premium κινδύνου, θα μεταφερθεί σε άλλα επιτόκια – όπως για επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια – εντείνοντας την ύφεση στις χώρες αυτές. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε να κάνει την αποπληρωμή κρατικού χρέους δυσβάσταχτη, την εξυπηρέτησή του μη-βιώσιμη.
Ενώ ο πρωταρχικός ρόλος της ΕΚΤ είναι να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών εντός του ευρώ, την ίδια ώρα πρέπει να προστατέψει και τη νομισματική σταθερότητα – δηλαδή να πάρει μέτρα για να αποφευχθεί μια αδικαιολόγητη ανισορροπία της αγοράς η οποία θα προκαλέσει στη συνέχεια ένα κύμα φυγής των επενδυτών από τα ομόλογα της περιφέρειας προς τα ασφαλή καταφύγια, τα ομόλογα του ευρώ-πυρήνα.
Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων έκτακτης ανάγκης εν μέσω πανδημίας (PEPP), προσαρμόστηκε για την επίτευξη αυτού του στόχου, επειδή στην ουσία δεν υπόκειται στους περιορισμούς που είχαν παλαιότερα προγράμματα της ΕΚΤ.
Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα επιτρέπει στην κεντρική τράπεζα να παρακάμπτει τις αγορές ομολόγων προς την υπερχρεωμένη Ιταλία. Οι αποδόσεις των ομολόγων εκεί έχουν υποχωρήσει λόγω του προγράμματος που ξεκίνησε τον Μάρτιο μια ένδειξη ότι η ΕΚΤ κάνει ακριβώς αυτό καθώς μια πώληση ομολόγων ολοκληρώθηκε με επιτυχία τον περασμένο μήνα για την Ιταλία. Ωστόσο, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας υποβαθμίστηκε απροσδόκητα από τον οίκο Fitch.
Η Λαγκάρντ την Πέμπτη χαρακτήρισε το PEPP «το καλύτερο εργαλείο που έχουμε στην εργαλειοθήκη μας». Ο επικεφαλής οικονομολόγος Φίλιπ Λέιν, ο οποίος γράφει τις προτάσεις πολιτικής για το Διοικητικό Συμβούλιο, τάχθηκε στο ίδιο μήκος κύματος.
Συγκεκριμένα, έγραψε σε ένα blog ότι η ΕΚΤ στοχεύει στη μείωση του κόστους του ασφαλέστερου χρέους σε όλες τις λήξεις των ομολόγων και ανέφερε ότι η επιτυχής εφαρμογή του προγράμματος έκτακτης ανάγκης είναι «κρίσιμη».
«Το συνολικό μέγεθος του προγράμματος έκτακτης ανάγκης για την πανδημία αποτελεί βασικό μοχλό για την τον καθορισμό της καμπύλης αποδόσεων που δε δημιουργεί ρίσκα, ενώ η ευελιξία που ενσωματώνει το PEPP επιτρέπει στην ΕΚΤ να διαδραματίζει το ρόλο του σταθεροποιητή της αγοράς και να μπορεί να εφαρμόσει έτσι τη νομισματική της πολιτική με αποτελεσματικό τρόπο» πρόσθεσε.
«Για μένα είναι μόνο θέμα χρόνου, γιατί θα χρειαστεί μεγαλύτερη υποστήριξη», δήλωσε ο Φρέντερικ Ντουκροζέτ της Banque Pictet & Cie. «Θα πρέπει να διπλασιάσουν τελικά το ρυθμό αγοράς ομολόγων. Μέχρι τον Ιούνιο θα έχουν λάβει την απόφαση να επεκτείνουν το PEPP και στο επόμενο έτος».
Ο Λέιν, όπως και η Λαγκάρντ, προέτρεψε τις κυβερνήσεις να καταλήξουν σε μια κοινή προσέγγιση σε ό,τι αφορά την οικονομική απάντηση των χωρών της ζώνης του ευρώ κατά της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία θα κατανέμει το κόστος σε ολόκληρο το μπλοκ. Μέχρι τώρα – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κληθεί να υποβάλει πρόταση έως τις 6 Μαΐου, αλλά οι ηγέτες φαίνεται να εξακολουθούν να είναι διχασμένοι σχετικά με το εάν η βοήθεια πρέπει να λάβει τη μορφή επιχορηγήσεων ή δανείων.
Τι λένε οι οικονομολόγοι του Bloomberg
«Η απότομη επιδείνωση των οικονομικών και δημοσιονομικών προοπτικών σημαίνει ότι εξακολουθούμε να προβλέπουμε ότι το πρόγραμμα θα πρέπει να επεκταθεί, μια κίνηση που ενδέχεται να συμβεί τον Ιούνιο».
-Μαέβα Κούζιν
Οι προτάσεις για ένα από κοινού εκδοθέν ομόλογο, το οποίο η ΕΚΤ θεωρεί ως φθηνότερη επιλογή σε σχέση με κάθε εθνικό χρέος ξεχωριστά επειδή θα ήταν ένα ασφαλές asset, βρίσκει αντίδραση από χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Αυστρία που φοβούνται ότι θα καταλήξουν να σηκώσουν μεγάλο μέρος του λογαριασμού.
Το χειρότερο σενάριο της ΕΚΤ βλέπει την οικονομία να συρρικνώνεται έως και 12% φέτος και να μην επιστρέφει στην οικονομική κανονικότητα προ κορωνοϊού μέχρι το τέλος του 2022. Αυτό παραπέμπει σε μια μακρά και δαπανηρή ανάκαμψη.
«Το οικονομικό σοκ και οι σχετικές ανάγκες χρηματοδότησης πιθανότατα θα είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτό που περίμενε η ΕΚΤ», ανέφεραν οικονομολόγοι της Bank of America, οι οποίοι προβλέπουν ότι το σχέδιο ομολόγων θα επεκταθεί στα 1,5 τρισεκατομμύρια ευρώ και θα επεκταθεί έως το 2021. «Η απάντηση της ευρωπαϊκών θεσμών παραμένει ελλιπής και ακατάλληλη» συμπλήρωσαν οι οικονομολόγοι.