Τα επίπεδα δημόσιου χρέους αναμένεται να διπλασιαστούν την επόμενη τριετία, κάνοντας τις κυβερνήσεις έρμαια των επενδυτών της αγοράς ομολόγων, σύμφωνα με τη Janus Henderson Group Plc.
Τo κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους αναμένεται να αυξηθεί στα $2,8 τρισ. μέχρι το 2025 δεδομένης της αύξησης των επιτοκίων, περιορίζοντας τις δημόσιες δαπάνες και μειώνοντας τη χρηματοδότηση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, σύμφωνα με το στέλεχος της εταιρείας, Τζιμ Τσιελίνσκι, δημιουργώντας περαιτέρω τριβές μεταξύ των ομολογιούχων και των κυβερνήσεων.
Η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης για την αναστολή των σημαντικών φοροελαφρύνσεων μετά από το πρόσφατο sell-off στην εγχώρια αγορά ομολόγων και η διαμάχη στο αμερικανικό Κογκρέσο όσον αφορά το ανώτατο όριο του χρέους «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά τη μείωση των δημοσίων δαπανών», σύμφωνα με τον Τσιελίνσκι.
Πρόκειται για διαμετρικά αντίθετη κατάσταση από την εποχή των χαμηλών επιτοκίων και των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων των κεντρικών τραπεζών, η οποία επέτρεψε στις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε πακτωλό δανεισμού με ελάχιστο κόστος. Τα επιτόκια έχουν καταγράψει σημαντική άνοδο από τότε, ενώ οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει την προσπάθεια εξορθολογισμού των ισολογισμών τους, ασκώντας περαιτέρω πιέσεις στις αγορές.
Σύμφωνα με τον δείκτη Debt Index της Janus Henderson, το παγκόσμιο κόστος εξυπηρέτησης δημοσίου χρέους αυξήθηκε κατά 21% το 2022, σε υψηλό από το 1984. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 7,6% σε ρεκόρ υψηλό των $66,2 τρισ.
«Η αγορά έχει συνηθίσει όσον αφορά τα υπέρογκα αυτά ποσά. Περάσαμε δύο, περίπου δεκαετίες όπου ο υψηλός δανεισμός δεν επηρέαζε τα επιτόκια», τόνισε ο Τσιελίνσκι σε συνέντευξή του στο Bloomberg, προσθέτοντας πως «ο δωρεάν δανεισμός έχει, πια, τελειώσει. Το δημοσιονομικό ζήτημα ενδέχεται να αποτελέσει ένα από τα κύρια προβλήματα της επόμενης δεκαετίας».
Τα χαμηλά επιτόκια και η αυξημένη ζήτηση για ομόλογα από τους επενδυτές οι οποίοι ήθελαν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, αποτέλεσαν χρυσή ευκαιρία για τις κυβερνήσεις. Ο Τσιελίνσκι, πια, προβλέπει πως τα επιτόκια θα κυμανθούν σε μόνιμα υψηλότερο επίπεδο από τα χαμηλά των πρόσφατων ετών.
Παρ’ όλα αυτά, οι επενδυτές σε ομόλογα θα μπορούσαν να βγουν κερδισμένοι. Οι αποδόσεις των ομολόγων, σύμφωνα με την Janus, είναι «πολύ πιο ελκυστικές από το παρελθόν, ενώ ο πληθωρισμός μειώνεται γρηγορότερα απ’ όσο πιστεύουν οι καταναλωτές και οι αγορές. Οι επενδυτές μπορούν να βγουν κερδισμένοι όχι μόνο από τις υψηλές αποδόσεις αλλά και τα κεφαλαιακά κέρδη».
Τα μακροπρόθεσμα ομόλογα «θα καταγράψουν πολύ θετική πορεία το επόμενο έτος, δεδομένης της αύξησης της πίεσης προς την οικονομία», ανέφερε ο Τσιελίνσκι, επισημαίνοντας πως «έχουμε τοποθετηθεί ανάλογα».
Σημειωτέον πως οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί δραματικά τους τελευταίους 18 μήνες οδηγώντας σε αύξηση του κόστους δανεισμού των κυβερνήσεων. Ο δείκτης Bloomberg Global Aggregate Index ο οποίος υπολογίζει το επενδυτικής βαθμίδας κρατικό χρέος, κατέγραψε μείωση του 16% το 2022, σε αρνητικό υψηλό από το μακρινό 1991.
Διαβάστε ακόμη
Εκλογές 2023: Η ΝΔ ενισχύει τη συσπείρωσή της – Δίνει ραντεβού ενότητας στο Ζάππειο
Οι περιοχές της Αθήνας με τη μεγαλύτερη και τη μικρότερη διαθεσιμότητα κατοικιών για το «Σπίτι μου»
Στον Λευκό Οίκο σήμερα οι Ρεπουμπλικάνοι για το χρέος – Νέο καμπανάκι από Γέλεν
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ