Η εικόνα της Ισπανίας, ως μιας χώρας με οικονομία που ευνοεί την ανάπτυξη στην Ευρώπη, έχει αρχίζει να αδυνατίζει.
Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που ξεκίνησε πριν από περίπου επτά χρόνια, κι έχει γίνει προσπάθεια να προωθηθεί από τέσσερις κυβερνήσεις, έχει κερδίσει τον θαυμασμό τόσο των Βρυξελλών όσο και της Φρανκφούρτης, ως παράδειγμα προς μίμηση. Ωστόσο, η πολιτική στασιμότητα στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης απειλεί όλο και περισσότερο να αποδυναμώσει αυτή την προσπάθεια.
Νωρίτερα αυτό το μήνα οι Ισπανοί πολίτες εξέλεξαν ένα νέο Κοινοβούλιο, ακόμα πιο διχασμένο από το αμέσως προηγούμενο, με την ελπίδα ότι οι βουλευτές θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μια ισχυρή ανάπτυξη για την επόμενη πενταετία, ρίχνοντας στην οικονομία περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Ενώ η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, επιθυμεί ένα “νέο μείγμα πολιτικών” για την περιοχή για την ενίσχυση της οικονομικής επέκτασης, η Ισπανία κινδυνεύει να αποδειχθεί η πρώτη της απογοήτευση.
«Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή -μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στις συντάξεις, στην εκπαίδευση- εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτικό κύκλο», δήλωσε η Μαρία Χεσούς Φερνάντες Σάντσες, οικονομολόγος στη Funcas, μια δεξαμενή σκέψης της Ισπανίας. «Δεν θα εφαρμοστούν με τον τρόπο που πρέπει. Στην πραγματικότητα, υπάρχει αληθινός κίνδυνος να ακυρωθούν κάποιες από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις».
Οι τελευταίες, μείζονες διαρθρωτικές αλλαγές στην Ισπανία έγιναν το 2012, μετά την ύφεση που υπέστη η χώρα. Τα μέτρα που ελήφθησαν τότε περιελάμβαναν ρυθμίσεις που καθιστούσαν τις απολύσεις λιγότερο δαπανηρές κι έδιναν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να έχουν μεγαλύτερο έλεγχο στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις.
Η υγιής οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε, προκάλεσε ενθουσιασμό από τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής. Τον Φεβρουάριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολόγησε αυτές τις αλλαγές ως κρίσιμες για την επίτευξη πιο ισορροπημένης ανάπτυξης. Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και οι συνάδελφοί του, συχνά εκθείαζαν την Ισπανία, όπως έκανε και ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας, Φίλιπ Λέιν την περασμένη εβδομάδα.
Η προσπάθεια, έμεινε στη μέση
«Δεν έχουν υπάρξει μεταρρυθμίσεις επί επτά χρόνια», δήλωσε ο Τόνι Ρόλνταν, πρώην βουλευτής με το κεντρώο κόμμα των Ciudadanos, που τώρα είναι διευθυντής του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής και Πολιτικής Οικονομίας στο Ισπανικό Πανεπιστήμιο ESADE. «Είναι μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία».
Όλο αυτό είναι εν μέρει αποτέλεσμα του πολιτικού κατακερματισμού. Τρία νέα κόμματα οδήγησαν σε ένα όλο και περισσότερο κατακερματισμένο Κοινοβούλιο, εμποδίζοντας τις προσπάθειες να προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις.
Η αδράνεια κινδυνεύει να ακυρώσει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο πλαίσιο ενός αναποτελεσματικού εκπαιδευτικού συστήματος και του δεύτερου υψηλότερου ποσοστού ανεργίας στην Ευρώπη -μετά την Ελλάδα- που βρίσκεται στο 14%. Παρά την υψηλή ανεργία, οι ισπανικές επιχειρήσεις παραπονιούνται συχνά ότι δεν μπορούν να βρουν ειδικευμένους εργαζόμενους.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα των κυβερνητικών συνομιλιών είναι μια αριστερή κυβέρνηση όπου ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Πέδρο Σάντσεθ θα παραμείνει πρωθυπουργός και το αντισυστημικό κόμμα των Podemos θα κρατήσει τη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργό. Αυτό θα δημιουργούσε τον πρώτο συνασπισμό της Ισπανίας από τότε που επέστρεψε στη δημοκρατία πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες.
Μια τέτοια κυβέρνηση πιθανότατα δεν θα μπορούσε να λάβει τα μέτρα που θα ήθελε να δει η Λαγκάρντ και οι συνάδελφοί της. Η επικεφαλής της ΕΚΤ αναφέρθηκε στην ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη στην ομιλία της τον Σεπτέμβριο, ενώ την περασμένη εβδομάδα ζήτησε «πολιτικές για την τόνωση της εσωτερικής ανάπτυξης».