Η ποινική δίκη που ξεκινά σήμερα στις ΗΠΑ με τον Τηλέμαχο Λαβίδα στο εδώλιο του κατηγορουμένου, μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δημιούργησαν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε παράνομα κέρδη από ένα παγκόσμιο δίκτυο συναλλαγών εμπιστευτικών πληροφοριών που περιελάμβανε έναν Έλληνα φαρμακευτικό εκτελεστικό, έναν τραπεζίτη της Goldman Sachs Group Inc., έναν ελβετικό έμπορο και έναν ιδιοκτήτη εστιατορίου του Μανχάταν.
Ο Τηλέμαχος Λαβίδας είναι ο πρώτος από τους κατηγορούμενους της πολύκροτης υπόθεσης που εμφανίζεται από σήμερα ενώπιον ενός δικαστηρίου στις Η.Π.Α., με την κατηγορία ότι ήταν ένας από τους ανθρώπους που «τάιζε» με πληροφορίες ένα δίκτυο traders σε διάφορες ηπείρους. Η δίκη του ξεκινά σήμερα στο ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ.
Σε ένα σύστημα που λειτούργησε για πολλά χρόνια και περιελάμβανε δεκάδες συναλλαγές, οι συμμετέχοντες καλλιέργησαν δεσμούς με τους τραπεζίτες, πόνταραν σε στοιχήματα βασισμένοι σε πληροφορίες που συλλέχθηκαν από αυτά τα υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη και σε διαρροές που μαθεύτηκαν σε προσωπικές συναντήσεις ή σε κρυπτογραφημένες εφαρμογές κοινωνικών μέσων όπως το Signal ή το WhatsApp, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που συντάχθηκε από τις αμερικανικές Αρχές. Το δίκτυο βασίστηκε στις θέσεις των μελών του και τη συνάφεια, με ορισμένους από τους Ευρωπαίους traders να λένε ότι περνούσαν αρκετό καιρό μαζί, σε κλαμπ και σε πολλές άλλες τοποθεσίες.
“Η έρευνα μέχρι σήμερα έχει εντοπίσει πάνω από 50 συμφωνίες όπου οι εν λόγω traders έχουν εμπλακεί σε ύποπτες συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα να έχουν αποκομίσει από κοινού πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια κέρδη”, ανέφερε ένας πράκτορας του FBI σε μια δήλωση του 2017 που είδε το φως της δημοσιότητας τον προηγούμενο μήνα.
Ο Λαβίδας ισχυρίστηκε ότι έπαιξε μικρό ρόλο στην ευρύτερη αυτή επιχείρηση. Κατηγορείται για την παροχή μη δημοσίων στοιχείων σχετικά με την εταιρεία Ariad Pharmaceuticals Inc. που είχε παραλάβει από τον πατέρα του, τον Αθανάσιο Λαβίδα, πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ariad και διευθύνοντα σύμβουλο της οικογενειακής φαρμακευτικής επιχείρησης Lavipharm. Ο νεαρός Λαβίδας έδωσε αυτές τις πληροφορίες στο Γεώργιο Νίκα, έναν Έλληνα επιχειρηματία που διατηρεί εστιατόρια στη Νέα Υόρκη και χρησιμοποίησε τις πληροφορίες αυτές, προκειμένου να πραγματοποιήσει συναλλαγές πριν από μεγάλες μετοχικές κινήσεις, αναφέρουν στο κατηγορητήριο οι εισαγγελείς.
Σε αντάλλαγμα, οι αμερικανικές Αρχές υποστηρίζουν ότι ο Λαβίδας ωφελήθηκε από μια επένδυση ύψους $500.000 η οποία πραγματοποιήθηκε από τη σύζυγο του Νίκα στην εταιρεία του, τη Mediterra Inc.
Ο Λαβίδας ήταν ένας από τα έξι άτομα που κατηγορήθηκαν τον Οκτώβριο, όταν οι Η.Π.Α. ανακοίνωσαν μια σειρά υποθέσεων που αφορούσαν στην εμπορία εμπιστευτικών πληροφοριών από ένα χαλαρά οργανωμένο δίκτυο τραπεζιτών, traders και επιχειρηματιών. Διασυνδέσεις επίσης προέκυψαν μεταξύ υπόπτων οι οποίοι αποτέλεσαν αντικείμενο ερευνών στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.
Βασικός μάρτυρας στη δίκη του Λαβίδα αναμένεται να είναι ο Μαρκ Ντεμάν Ντεμπί, ένας trader με έδρα τη Γενεύη, που συνελήφθη στη Σερβία πέρυσι. Ο ίδιος παραδέχθηκε την ενοχή του για 38 κατηγγορίες που του έχουν απευθυνθεί, σε μια απόρρητη ακρόαση τον Οκτώβριο. Ο Ντεμάν συμφώνησε να συνεργαστεί με τους εισαγγελείς με την ελπίδα επιείκειας όταν καταδικάστηκε σε φυλάκιση.
Ο Ντεμάν ισχυρίζεται ότι ο Νίκας του είπε κατά τη διάρκεια ενός δείπνου το 2011 ότι είχε εμπιστευτικές πληροφορίες για την Ariad τις οποίες έλαβε από τον Τηλέμαχο Λαβίδα και τον πατέρα του, αναφέρει το κατηγορητήριο. Ο Νίκας αντιμετώπισε επίσης κατηγoρίες για την υπόθεση, αλλά παραμένει στην Ελλάδα και θεωρείται φυγάς.
Ο δικηγόρος του Λαβίδα, Τζόναθαν Στρίτερ, δεν απάντησε σε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα του Bloomberg, που ζητούσε σχόλια για τη δίκη.
Σε μια ακρόαση τον Δεκέμβριο, ο Στρίτερ δήλωσε στην Αμερικανίδα περιφερειακή δικαστή Ντενίz Κόουτ (φωτο), ότι μια υπερασπιστική γραμμή θα είναι το πως τα στοιχεία για την Ariad, τα οποία ο Νίκας φέρεται να χρησιμοποίησε για να κάνει τις δικές του κινήσεις, δεν προέρχονταν από τον Λαβίδα αλλά από την Νταρίνα Ουίντσορ, η οποία δραστηριοποιείται στο Λονδίνο, επίσης κατηγορείται για συμμετοχή στην υπόθεση, αλλά δεν είναι υπό κράτηση στις ΗΠΑ.