Η συντριπτική πλειοψηφία των χιλιάδων αναπνευστήρων που κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος έκτακτης ανάγκης του Ηνωμένου Βασιλείου για την περίθαλψη των ασθενών με Covid-19 παραμένουν αχρησιμοποίητοι σε αποθήκες, δήλωσε ο ελεγκτής δημοσίων δαπανών σε έκθεσή του.
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δαπάνησε περίπου 277 εκατ. λίρες για το πρόγραμμα «Ventilator Challenge» στο πλαίσιο του οποίου παρήχθησαν 15.200 αναπνευστήρες.
Από αυτούς, μόνο οι 450 ή περίπου το 3% έχουν διανεμηθεί σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποιήθηκε σήμερα από την Εθνική Υπηρεσία Ελέγχου.
Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον υπέστη σφοδρή κριτική από την αντιπολίτευση, όταν αποφάσισε στις αρχές της πανδημίας να μην συμμετάσχει στο πρόγραμμα προμήθειας αναπνευστήρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αντίθετα, κάλεσε την πληγείσα από το lockdown βιομηχανία να κατασκευάσει αναπνευστήρες αλλάζοντας την παραγωγή της.
Η Βρετανία διέθετε περίπου 9.100 αναπνευστήρες στις αρχές Μαρτίου και στη συνέχεια αγόρασε άλλους 11.000 περίπου καθώς επιδεινώθηκε η επιδημία ιού κορωναϊού. Το υπουργικό συμβούλιο φοβούμενο ότι θα σημειωθεί έλλειψη αναπνευστήρων καθώς ο αριθμός των ασθενών σε εντατική θεραπεία αυξάνονταν ραγδαία, ενέκρινε το πρόγραμμα «Ventilator Challenge».
Συνολικά, η κυβέρνηση ξόδεψε περίπου 569 εκατομμύρια λίρες για να αυξήσει το απόθεμά της σε αναπνευστήρες.
Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των αναπνευστήρων που παρήγγειλε και αγόρασε η κυβέρνηση παραδόθηκαν πολύ αργότερα από την κορύφωση, στα μέσα Απριλίου, του πρώτου κύματος κορωνοϊού. Μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου, μόνο 2.150 αναπνευστήρες έχουν αποσταλεί στην Εθνική Υπηρεσία Υγείας, σύμφωνα με στοιχεία που παρέχονται από το υπουργείο Υγείας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και 450 από το πρόγραμμα Ventilator Challenge.
Σύμφωνα με την έκθεση οι χιλιάδες αδιάθετοι ακόμη αναπνευστήρες βρίσκονται σε αποθήκες, αλλά και σε εγκατστάσεις του Υπουργείου Άμυνας στο Donnington, ενώ αναφέρεται ότι έχει εκπονηθεί σχέδιο διανομής τους σε περίπτωση νέων κυμάτων Covid-19.
Πάντως η έκθεση της Εθνικής Υπηρεσίας Ελέγχου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το υπουργικό Συμβούλιο έλαβε εύλογα μέτρα για τον έλεγχο των δαπανών του προγράμματος, παρά το γεγονός ότι οι δαπάνες ήταν υψηλότερες από τις εκτιμήσεις της υπηρεσίας σε κανονικές συνθήκες.