Οι διατροφικές συνήθειες περίπου 1,4 δισεκατομμυρίου Κινέζων, ουσιαστικά αλλάζει τον τρόπο που η παγκόσμια κοινότητα παράγει και εμπορεύεται τρόφιμα. Η κινεζική διατροφή γίνεται όλο και περισσότερο όπως η μέση αμερικανική, υποχρεώνοντας την παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων να εντείνει τις προσπάθειές της για… τα πάντα, από μπέικον μέχρι μπανάνες.
Ωστόσο, οι προσπάθειες της Κίνας να αγοράσει ή να μισθώσει γεωργικές εκτάσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες δείχνουν ότι η δημιουργία νέων αγροκτημάτων δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες. Οι διαρκώς αυξανόμενοι πληθυσμοί στην Ασία, την Αφρική και τη Νότια Αμερική θα προσθέσουν άλλα περίπου δυο δισεκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε μια γενιά και θα χρειαστούν, προφανώς, περισσότερα τρόφιμα.
Πρόκειται για “δημογραφικό τελεσίγραφο” με παραλήπτη την Κίνα: Αν θέλουμε να έχουμε αρκετό και προσιτό φαγητό για τον πληθυσμό της αχανούς χώρας κατά το δεύτερο μισό αυτού του αιώνα, θα πρέπει να σιγουρευτούμε ότι η υψήλιος μπορεί να παραγάγει τροφή για εννέα δισεκατομμύρια ανθρώπους!
Η απάντηση της Κίνας, είναι η αξιοποίηση της τεχνολογίας. Η γεωργική βιομηχανία της Κίνας, από τους μικροσκοπικούς ορυζώνες που καλλιεργούσαν οι σημερινοί 70άρηδες, ως στις γιγαντιαίες εταιρείες που αρχίζουν να αμφισβητούν παγκόσμιους “παίκτες” όπως η Nestle SA και η Danone SA, υφίστανται μια επαναστατική αλλαγή, που μπορεί να είναι εξίσου σημαντική με τη βιομηχανική, όταν επαναπροσδιορίστηκε το παγκόσμιο εμπόριο.
Η αλλαγή δεν ξεκίνησε τώρα, αλλά πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, όταν η Κίνα άρχισε να αναμορφώνει τα συστήματά της παραγωγής εντάσσοντας σε αυτά και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές προκάλεσαν μια οικονομική άνθηση, η οποία σήμαινε νέα εργοστάσια, επενδύσεις και εξαγωγές.
Οι μεταρρυθμίσεις στην πρωτογενή παραγωγή της Κίνας άρχισαν με την παραγωγή σιτηρών όπως το ρύζι και το σιτάρι. Αυτό με τη σειρά του αναδιαμόρφωσε τις διατροφικές προτιμήσεις εκατομμυρίων Κινέζων της μεσαίας τάξης, οι οποίοι έβαλαν στο πιάτο τους περισσότερα λαχανικά, χοιρινό και βοδινό κρέας, αλλά και περισσότερο γάλα.
Όταν η Ντου Τσουν Μέι ήταν μικρό κορίτσι, το χοιρινό ήταν ένα πολύτιμο δώρο μόνο για τους πρεσβυτέρους του χωριού της στο Σετσουάν κατά τη διάρκεια των εορτών του Νέου Έτους. Ο οικογενειακός χοίρος θα σφαγεί, και συγγενείς και γείτονες θα τον γευτούν το σπίτι τους για να τιμήσουν τη γιορτή. “Το κρέας ήταν σπάνιο δήλωσε η Ντου, 47 ετών σήμερα και υπάλληλος της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας PetroChina Co. “Τώρα είναι τόσο συνηθισμένο ώστε προσπαθούμε να το περιορίσουμε, ώστε να μείνουμε υγιείς”.
Αλλά ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας είχε δυσάρεστες παρενέργειες. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης βρέθηκαν πολύ κοντά σε εργοστάσια. Τα εδάφη μολύνθηκαν από τα απόβλητα ή από τους αγρότες που μόλυναν το έδαφος με χημικές ουσίες. Η χώρα έγινε συνώνυμη με τα μολυσμένα τρόφιμα, από το ρύζι με υδράργυρο μέχρι το γάλα σε σκόνη με μελαμίνη.
Πώς μπορεί λοιπόν η Κίνα να παράγει αρκετή ασφαλή τροφή για τον αυξανόμενο πληθυσμό της, εάν αρχίσει να τρώει, όπως ο μέσος Αμερικανός;
Η απλή απάντηση είναι ότι δεν μπορεί.
Χρειάζεται περίπου ένα στρέμμα (μισό εκτάριο) για να τροφοδοτήσει τον μέσο καταναλωτή των ΗΠΑ. Η Κίνα έχει μόνο 0,2 εκτάρια αρόσιμης γης ανά πολίτη, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών που έχουν πληγεί από τη ρύπανση.
Έτσι, η κομμουνιστική κυβέρνηση της Κίνας έχει στρέψει όλο και περισσότερο την προσοχή της στη μεταρρύθμιση της γεωργίας και η προσέγγισή της χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Πρώτον, έλεγχος των αγορών. Δεύτερον, βελτίωση της αποδοτικότητας των εκμεταλλεύσεων. Τρίτον, περιορισμός στις απώλειες καλλιεργήσιμων γαιών. Και τέταρτον, εισαγωγές τροφίμων.