Στις 6 Ιουλίου η παγκόσμια τιμή αναφοράς πετρελαίου έπεσε κάτω από τα $100/βαρέλι για πρώτη φορά από τον Απρίλιο, αυξάνοντας τις ελπίδες τόσο των πολιτικών όσο και των καταναλωτών για μείωση των τιμών των καυσίμων. Σύμφωνα με τους αναλυτές, όμως, δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτή τη φάση.
Αντιθέτως, η υποβόσκουσα δυναμική της ανισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης πετρελαίου προδιαθέτει μία μακροπρόθεσμη περίοδο υψηλών τιμών η οποία θα διαρκέσει αν όχι χρόνια ολόκληρα, αρκετούς μήνες. Η ζήτηση για καύσιμα αυξάνεται, δεδομένου του «ανοίγματος» της οικονομίας από την πανδημία. Υπάρχει έλλειψη διυλιστηρίων και οι μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου πλησιάζουν τα πλαφόν παραγωγής τους. Όλα αυτά τη στιγμή που η πολεμική μηχανή του Putin μειώνει τις εξαγωγές από τη Ρωσία.
«Ο πλανήτης δεν έχει αντιμετωπίσει τόσο μεγάλη ενεργειακή κρίση στο παρελθόν», τόνισε ο Fatih Birol, επικεφαλής του ΙΕΑ, προσθέτοντας πως «ενδέχεται να μην έχουμε αντιμετωπίσει τα χειρότερα ακόμα».
Η επίδραση στην παγκόσμια οικονομία και την γεωπολιτική «σκακιέρα» είναι τεράστια. Η αύξηση της βενζίνης κατά 42% έχει οδηγήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ σε υψηλό 40 ετών και αποτελεί «εισιτήριο» των Ρεπουμπλικανών για πλειοψηφία στο Κογκρέσο κατά τη διάρκεια των επερχόμενων μεσοπρόθεσμων εκλογών. Το υψηλό κόστος καυσίμων δημιουργεί κοινωνικές ταραχές σε χώρες από το Περού μέχρι τη Σρι Λάνκα. Το αφήγημα της ενεργειακής μετάβασης σε ΑΠΕ θα καθυστερήσει για χρόνια.
Ο πλανήτης, σε αντίθεση με το 2020, δεν μπορεί να παράγει όσο πετρέλαιο χρειάζεται. Η κατανάλωση πετρελαίου για το 2023 αναμένεται να ξεπεράσει τα προ-πανδημικά επίπεδα, αυξημένη κατά 2% σύμφωνα με τον ΙΕΑ. Η προσφορά δε θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στη ζήτηση. Τον περασμένο Ιούνιο η JPMorgan παρουσίασε ένα «αποκαλυπτικό» σενάριο κατά το οποίο ο Putin δεν εξάγει εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού πετρελαίου στις αγορές και οι τιμές ξεπερνούν τα $380/βαρέλι. Αν και η χώρα έχει βρει αγοραστές στην Κίνα και την Ινδία, η συνολική παραγωγή της Ρωσίας έχει μειωθεί πάνω από 1 εκατ. βαρέλια/ημέρα, λόγω των κυρώσεων της Δύσης.
Ο ρόλος των χωρών του ΟΠΕΚ
Ο OPEC, από την πλευρά του, δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στους στόχους παραγωγής. Οι πεπαλαιωμένες υποδομές, οι χαμηλές επενδύσεις και το «πολιτικό τραύμα» συνδυάζονται και δημιουργούν το φαινόμενο μείωσης της παραγωγής. Τον περασμένο Μάιο ο OPEC+ παρήγαγε 2,7 εκατ. βαρέλια/ημέρα λιγότερα από το στόχο του.
Οι ελπίδες, τώρα, βασίζονται στις δύο χώρες με πλεόνασμα παραγωγής: τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Joe Biden ήδη ασκεί πιέσεις στις δύο χώρες, ενώ αναμένεται να επισκεφτεί τη Σαουδική Αραβία τον ερχόμενο μήνα για συνάντηση με τον Πρίγκιπα Mohammed bin Salman, με τον οποίο μέχρι πρόσφατα δεν ήθελε καν να συνομιλήσει λόγω της δολοφονίας του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi.
Δεν είναι, όμως, ξεκάθαρο κατά πόσο τα δύο κράτη αυτά θα μπορέσουν να αυξήσουν την παραγωγή τους. Η Aramco υποστηρίζει πως μπορεί να παράγει 12 εκατ. βαρέλια/ημέρα. Όσο για τα ΗΑΕ, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Emmanuel Macron κατά τη διάρκεια της Συνόδου των G7, η χώρα έχει φτάσει το μάξιμουμ της παραγωγικής της δυνατότητας. Η αμερικανική αγορά, από την πλευρά της δε φαίνεται διατεθειμένη να παρέχει «bail-out» στην παγκόσμια ενεργειακή κοινότητα. Αν και η παραγωγή στο Τέξας και το Νέο Μεξικό έχει αυξηθεί, η αμερικανική παραγωγή βρίσκεται 1 εκατ. βαρέλια/ημέρα υπό των προ-πανδημικών επιπέδων.
Αρκετές χώρες απλά δε θέλουν να παράγουν πετρέλαιο. Οι πέντε μεγαλύτερες πετρελαϊκές του κόσμου θα επενδύσουν μόλις $81,7 δισ. στον τομέα φέτος, το ήμισυ των επενδύσεων του 2013.
Τέλος, υπάρχει και το πρόβλημα της έλλειψης διυλιστηρίων. Η πανδημία οδήγησε σε κλείσιμο πολλών παλαιών και μη αποτελεσματικών διυλιστηρίων, οδηγώντας σε έλλειψη καυσίμων. Η τιμή του πετρελαίου στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχει καταγράψει πτώση της τάξης του 13% από τον Ιούνιο, αλλά η τιμή των καυσίμων έχει μειωθεί μόλις κατά 6,5%.
Η ζήτηση επιστρέφει δριμύτερη
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι καταναλωτές, μετά από μία διετία lockdown θέλουν να ταξιδέψουν. Η ζήτηση στα μέσα μόλις του καλοκαιριού έχει φτάσει τα προ-πανδημικά επίπεδα. Όλα αυτά τη στιγμή που η Κίνα δεν έχει άρει όλα της τα lockdown.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί μεν να αυξάνουν τα επιτόκια αλλά η πιθανότητα μίας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης ανησυχεί τους επενδυτές και τις αγορές. Παρ’ όλα αυτά, οι προηγούμενες υφέσεις δεν έχουν οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης των καυσίμων, απλά επιβράδυνση της αύξησής της.
Πολλοί υποστηρίζουν πως οι υψηλές τιμές πετρελαίου είναι αναγκαίες για τη μετάβαση σε ΑΠΕ. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως η μετάβαση αυτή γίνεται ολοένα και δυσκολότερη λόγω των υψηλών τιμών αυτών. Ακόμα και οι πιο περιβαλλοντικά υπεύθυνες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο συνήθως παρέχουν φοροαπαλλαγές σε τέτοιες κρίσεις. Ήδη 20 χώρες ανά τον κόσμο έχουν λάβει τέτοια μέτρα για την προστασία των καταναλωτών, σύμφωνα με το Bloomberg. Δεδομένων των αυξημένων τιμών πετρελαίου και της παράλληλης αύξησης του πληθωρισμού, οι εταιρείες πράσινης ενέργειας βρίσκονται επίσης αντιμέτωπες με μεγαλύτερα έξοδα.
Τα 20 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα ανά τον κόσμο δεν είναι αρκετά για να μειώσουν την αυξημένη ζήτηση πετρελαίου. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg NEF, η ζήτηση για το πετρέλαιο θα κορυφωθεί το 2027.
Παρά τα παραπάνω δεδομένα, η Citigroup πρόσφατα δημοσίευσε ανάλυση σύμφωνα με την οποία η τιμή του πετρελαίου θα μειωθεί στα $65/βαρέλι σε περίπτωση ύφεσης. Στις 8 Ιουλίου, όμως, ο Putin είχε προειδοποιήσει για το αντίθετο: «η Δύση έκανε ένα πολύ μεγάλο λάθος όταν επέβαλε κυρώσεις στο ρωσικό ενεργειακό τομέα. Εάν συνεχίσουν να το κάνουν, θα βρεθούν αντιμέτωποι με καταστροφικές συνέπειες».
Διαβάστε ακόμη
Η Wall Street αποφάσισε: Πιo πιθανά τα 10.000 δολάρια παρά τα 30.000 δολάρια για το bitcoin
Πληρωμές από την Παρασκευή και σε 2 δόσεις για το Power Pass