Η Ελβετία επιταχύνει τις προσπάθειές της για τη μεταρρύθμιση των τραπεζικών κανονισμών της ένα χρόνο μετά την κατάρρευση της Credit Suisse και δίνει περισσότερη εξουσία σε εκείνους που θα τους εφαρμόσουν.
Η κυβέρνηση πρόκειται να παρουσιάσει τις επόμενες ημέρες τις πολυαναμενόμενες νομοθετικές προτάσεις που είναι πιθανό να επηρεάσουν όλους τους κύριους πυλώνες της τραπεζικής εποπτείας, από τους κανόνες κεφαλαίου και ρευστότητας έως τους ελέγχους της κυβέρνησης. Η UBS Group AG, η μόνη εναπομείνασα παγκόσμια συστημική τράπεζα της χώρας, η οποία είναι πλέον υπερδιπλάσια σε μέγεθος από την εγχώρια οικονομία πρόκειται να υποβληθεί σε αυξημένο έλεγχο.
Βασικό στοιχείο είναι η ενίσχυση της Finma, του τραπεζικού εποπτικού οργάνου που δεν μπόρεσε να αποτρέψει την πολυετή κακοδιαχείριση της Credit Suisse, η οποία απείλησε την ιστορική φήμη της χώρας προκαλώντας χρηματοπιστωτική αστάθεια. Το έργο αυτό υποβοηθήθηκε αυτή την εβδομάδα από την άφιξη του Στέφαν Βάλτερ, ενός βετεράνου Ευρωπαίου επόπτη τραπεζών που πέρασε μια δεκαετία αντιμετωπίζοντας την Deutsche Bank AG, ως νέου διευθύνοντος συμβούλου της Finma.
«Δεν θα αποκαλούσα τις ελβετικές αρχές ανίκανες, αλλά σίγουρα υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να αλλάξουν”, δήλωσε ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και επικεφαλής ομάδας εμπειρογνωμόνων που δημιουργήθηκε για να υποβάλει προτάσεις μεταρρύθμισης, Ιβάν Λένγκβιλερ, προσθέτοντας πως «η Finma χρειάζεται σίγουρα περισσότερους πόρους για να έρθει σε ισότιμη θέση με τις τράπεζες».
Ο 59χρονος Βάλτερ μπορεί να θεωρηθεί ως το πρόσωπο αυτής της ανανέωσης. Ο Γερμανός υπήκοος διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην οικοδόμηση του εποπτικού βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όταν αυτή άρχισε να παρακολουθεί τους δανειστές το 2014 στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης.
Ο Βάλτερ είναι επίσης πρώην γενικός γραμματέας της Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, δύο από τα σημαντικότερα όργανα στον κόσμο της χρηματοπιστωτικής εποπτείας.
Βοήθησε στην οικοδόμηση ενός συστήματος στην ΕΚΤ, το οποίο ήλεγχε τον ανειλημμένο κίνδυνο των τραπεζών. Αυτή η προσέγγιση συνεχίζει να εφαρμόζεται, για παράδειγμα, στην πρόσφατη καταστολή του μοχλευμένου δανεισμού της Deutsche Bank, της BNP Paribas SA και άλλων.
Οι Ελβετοί προτιμούν εδώ και καιρό μια πιο συναινετική προσέγγιση στη χρηματοπιστωτική εποπτεία από ό,τι συνηθίζεται σε άλλες δικαιοδοσίες. Η έλλειψη της δυνατότητας επιβολής προστίμων δικαιολογείται μερικές φορές με το επιχείρημα ότι θα κατέστρεφε την ατμόσφαιρα συνεργασίας τραπεζών και κυβέρνησης.
Η φιλοσοφία της λιτής διαχείρισης αντικατοπτρίζεται επίσης στο σχετικά μικρό μέγεθος της ρυθμιστικής αρχής. Σημειωτέον πως, όπως αναφέρει το Bloomberg, μόλις 600 άτομα εργάζονται στη Finma για την εποπτεία ενός χρηματοπιστωτικού τομέα που απασχολεί άμεσα περισσότερους από 230.000 ανθρώπους.
Ωστόσο, η ραγδαία μείωση της εμπιστοσύνης στην Credit Suisse μετά από μια σειρά παραλείψεων και ζημιών και η επακόλουθη έκτακτη διάσωσή της από την UBS, έχει κλονίσει αυτή την προηγούμενη συναίνεση. Η ίδια η Finma παραπονέθηκε ότι, αν και εντόπισε τη «σήψη» στην καρδιά της Credit Suisse, οι εκκλήσεις της για αλλαγές αγνοήθηκαν.
Η κυβέρνηση, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας και η Finma συμφωνούν σε γενικές γραμμές ως προς την ανάγκη επέκτασης των ρυθμιστικών εξουσιών. Ακόμη και οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της UBS, έχουν δηλώσει ότι υποστηρίζουν σημαντικά τμήματα της μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Παράλληλα με τη δυνατότητα επιβολής προστίμων, ένα βασικό μέρος της νέας προσέγγισης είναι το λεγόμενο «καθεστώς των ανώτερων στελεχών» βάσει του οποίου τα τραπεζικά μεγαλοστελέχη έιναι άμεσα υπεύθυνα για τις αποφάσεις τους.
Ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο υπάρχει σε διάφορες μορφές σε δικαιοδοσίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και το Χονγκ Κονγκ, επιτρέπει στις ρυθμιστικές αρχές να εντοπίζουν ποιος φταίει. Η Ελβετία είναι πιθανό να ακολουθήσει τη δική της προσέγγιση, σύμφωνα με τον επικεφαλής της τραπεζικής εποπτείας της Finma, Τόμας Χίρσι.
«Η ελβετική ρύθμιση ήταν πάντα και μάλλον θα συνεχίσει να είναι βασισμένη σε αρχές και όχι σε κανόνες», δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξή του. «Ωστόσο, για ένα αποτελεσματικό νέο τέτοιο καθεστώς απαιτούνται συγκεκριμένες διατάξεις. Εάν έχουμε μόνο αρχές, τότε στην πραγματικότητα παραμένουμε στο σημερινό σύστημα, όπου καθίσταται δύσκολη η εφαρμογή του νόμου».
Το ζητούμενο είναι να αλλάξει η κουλτούρα ανάληψης κινδύνων μεταξύ των ελβετών τραπεζιτών. Η ανάγκη μιας τέτοιας αλλαγής υπογραμμίστηκε στα τέλη του περασμένου έτους, όταν προέκυψε ότι η Julius Baer Group Ltd, ένας παγκοσμίως ενεργός διαχειριστής πλούτου, είχε δημιουργήσει έκθεση 700 εκατομμυρίων δολαρίων σε έναν μόνο πελάτη, δη τον «έκπτωτο» Αυστριακό μεγιστάνα ακινήτων Ρενέ Μπένκο.
Οι εσωτερικοί έλεγχοι της τράπεζας δεν είχαν σταματήσει τη δημιουργία κινδύνου και η προκύπτουσα απομείωση καθώς ο όμιλος Signa του Μπένκο κατέληξε σε πτώχευση χειροτέρευσε την κατάσταση.
Οι υποστηρικτές ενός τέτοιου νέου καθεστώτος εποπτείας των ανώτερων στελεχών θέλουν «να ενισχύσουν εκ των προτέρων το αίσθημα ευθύνης των τραπεζικών στελεχών», δήλωσε η αναπληρωτής καθηγητής Δικαίου Χρηματοπιστωτικών Αγορών στο Πανεπιστήμιο του Σεν Γκάλεν, Νίνα Ράιζερ.
Υπάρχει μια ακόμη ρύθμιση την οποία πολλοί υποστηρίζουν και αυτή είναι τα μπόνους των τραπεζικών στελεχών. Η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει μόνο στη Finma να διαμορφώνει «οδηγίες» σχετικά με το πόσο πρέπει να πληρώνονται οι τραπεζίτες. Αυτό δεν είναι αρκετά ισχυρό και δύσκολα επιβάλλεται, σύμφωνα με τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Finma Ούρμπαν Άνγκερν.
Η Finma πρέπει να είναι σε θέση «να επηρεάσει τις αποφάσεις των μεγάλων τραπεζών για τα μπόνους», δήλωσε ο Άνγκερν σε πρόσφατη συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg. Η πρόεδρος της Finma, Μαρλίν Άμσταντ, πιέζει επίσης για την καθιέρωση αυτού του ζητήματος στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Είναι σαφές ότι η UBS θα βρεθεί ακόμη περισσότερο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η τράπεζα με έδρα τη Ζυρίχη, αντιμετωπίζει ήδη υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις ως αποτέλεσμα του αυξημένου μεγέθους της.
Η Finma έχει ενισχύσει το μέγεθος της ομάδας της που συνεργάζεται με την τράπεζα και σχεδιάζει δύο στρες τεστ στον ισολογισμό της φέτος.
Ωστόσο, δημιουργείται παράλληλα μια συζήτηση σχετικά με την επάρκεια των υφιστάμενων απαιτήσεων κεφαλαίου και ρευστότητας, δεδομένης της συστημικής σημασίας της τράπεζας. Η SNB υποστήριξε πρόσφατα ότι απαιτείται επανεξέταση της εξέλιξης των κεφαλαιακών κανόνων ανάλογα με το μέγεθος του τραπεζικού ιδρύματος. Υποστήριξε επίσης ότι πρέπει να αναθεωρηθούν οι κανόνες ρευστότητας, οι οποίοι αποδείχτηκαν ανεπαρκείς κατά τη διάρκεια της κρίσης της Credit Suisse.
Η προσθήκη ενός επιπλέον επιπέδου κανονισμών εποπτείας κεφαλαίου και ρευστότητας δημιουργεί την προοπτική επιστροφής του λεγόμενου «ελβετικού φινιρίσματος». Αυτή η υπερβολική, κατά πολλούς, προσέγγιση από τις εγχώριες ρυθμιστικές αρχές έχει ενοχλήσει τα τραπεζικά στελέχη στο παρελθόν και πιθανότατα θα προκαλέσει ισχυρότατη αντίδραση αν γίνει βασικό μέρος του ρυθμιστικού πλαισίου.
Η απότομη άνοδος των επιτοκίων πέρυσι μπορεί να συνέβαλε στη συγκάλυψη οποιασδήποτε υποκείμενης δυσφορίας στο ελβετικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρ’ όλο που ένα από τα συστημικά ιδρύματα της χώρας έφτασε κοντά στην πτώχευση, οι τράπεζες εξακολουθούσαν να αποταμιεύουν ποσά-ρεκόρ όσον αφορά τα κέρδη από τον δανεισμό.
«Δεν βλέπω πολλούς λόγους για να αλλάξουμε ριζικά το ελβετικό ρυθμιστικό σύστημα», δήλωσε ο ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Peterson και του Bruegel, Νικολά Βερόν. «Αυτό που συνέβη δεν ήταν μια μεγάλη, καταστροφική αποτυχία. Είναι περισσότερο κάτι σαν πάθημα που έγινε μάθημα», συμπλήρωσε.
Διαβάστε ακόμη
Έτοιμες για τις πρώτες μειώσεις των επιτοκίων τον Ιούνιο Fed και ΕΚΤ (πίνακες)
Ο Τέλης Μυστακίδης εξαγοράζει την Aegean Baltic Bank
Πώς τα Ιωάννινα κατάφεραν να προσελκύσουν ξένες εταιρείες και εργαζόμενους (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ