Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επέμειναν στην τελευταία τους συνάντηση (στις αρχές Ιουνίου) ότι οι αγορές ομολόγων της ΕΚΤ είναι ανάλογες με τους κινδύνους που διατρέχει η οικονομία της Ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, στην τελευταία συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική συμφώνησαν ότι οι αγορές ομολόγων (QE) αποτελούν το καλύτερο εργαλείο για την τόνωση της οικονομίας και έχουν ενσωματωμένες ασφαλιστικές δικλείδες έναντι ενδεχόμενων παρενεργειών στην οικονομία, δίνοντας στην ουσία απάντηση στην ετυμηγορία του γερμανικού δικαστηρίου της Καρλσρούης το οποίο έκρινε «εν μέρει αντισυνταγματικό» το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (QE) της ΕΚΤ που άρχισε τον Μάρτιο του 2015.
Στη βάση της απόφασης του γερμανικού δικαστηρίου βρίσκεται το ζήτημα της «αρχής της αναλογικότητας», όπου οι Γερμανοί συνταγματικοί δικαστές έκριναν τον Μάιο ότι η ΕΚΤ “έδρασε πέραν της δικαιοδοσίας της”.
Η αγορά κρατικών ομολόγων χωρών – μελών της Ευρωζώνης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραβιάζει εν μέρει το γερμανικό σύνταγμα διότι, σύμφωνα με την ετυμηγορία του δικαστηρίου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο της Γερμανίας δεν εξέτασαν τις αποφάσεις της ΕΚΤ.
Στην τηλεδιάσκεψη της 3η και 4ης Ιουνίου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της κεντρικής τράπεζας, Φίλιπ Λέιν, είχε υποστηρίξει ότι τόσο τα παλαιότερα QE όσο και τα πιο πρόσφατα, στην ουσία «αποτελούν αναλογικά μέτρα υπό τις τρέχουσες συνθήκες για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών».
Η συνάντηση του Ιουνίου έδειξε επιπλέον την αποφασιστικότητα της Προέδρου, Κριστίν Λαγκάρντ, να κάνει ό, τι χρειαστεί για να καταπολεμήσει τη μεγαλύτερη ύφεση που έχει αντιμετωπίση η οικονομία σε διάστημα σχεδόν ενός αιώνα.
Επιπλέον, η πρόθεση της Λαγκάρντ φάνηκε και στην πράξη με την διεύρυνση του προγράμματος έκτακτης ανάγκης για τον κορωνοϊό, το οποίο έφτασε τα 1,35 τρισ. ευρώ και παρατάθηκε μέχρι τουλάχιστον το τέλος Ιουνίου του 2021.
Ωστόσο, αυτή η απόφαση δεν προέκυψε αβίαστα. Τα πρακτικά της συνεδρίασης της ΕΚΤ φανέρωσαν ότι ορισμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εξέφρασαν επιφυλάξεις σχετικά με το μέγεθος της επέκτασης του PEPP, υποστηρίζοντας μια «πιο επιφυλακτική προσέγγιση».
Την Τετάρτη το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ συμφώνησε να μοιραστεί ιδιωτικά έγγραφα με τις γερμανικές αρχές για την επίλυση της νομικής αντιπαράθεσης σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων του 2015, σύμφωνα με αξιωματούχους που γνωρίζουν το θέμα όπως αναφέρει το Bloomberg.
Σύμφωνα με το Reuters, τα έγγραφα θα αποδεικνύουν την αρχή της αναλογικότητας για το πρόγραμμα QE του 2015, αλλά η ΕΚΤ δεν θα εμπλακεί άμεσα στη διαδικασία διερεύνησης καθώς ισχυρίζεται ότι δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία της γερμανικής κεντρικής τράπεζας αλλά στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, αφήνοντας στην ουσία την Bundesbank να ηγηθεί της έρευνας.
Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ φέρεται να επεξεργάζεται σχέδια έκτακτης ανάγκης προκειμένου να ολοκληρώσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς την Bundesbank στην περίπτωση που το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας απαγορεύσει στην κεντρική τράπεζα της χώρας να συμμετέχει στο Πρόγραμμα Αγοράς Κρατικών Ομολόγων για τον κορωνοϊό, κάτι που στην ουσία θα σημάνει μια πρωτοφανή νομική δράση της ΕΚΤ κατά της Bundesbank.
Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο έχει δώσει στην ΕΚΤ προθεσμία έως τις αρχές Αυγούστου για να δικαιολογήσει τις μεγάλης κλίμακας αγορές κρατικών ομολόγων που έχει κάνει ή, διαφορετικά, να συνεχίσει το πρόγραμμα χωρίς τη Bundesbank, στην οποία αναλογεί περισσότερο από το ένα τέταρτο των συνολικών αγορών ομολόγων.
Πάντως, τα έγγραφα θα τροποποιηθούν για να προστατεύσουν την εμπιστευτικότητα του ΔΣ της ΕΚΤ και την ευαισθησία της αγοράς, ενώ θα παραδοθούν στον Πρόεδρο της Bundesbank Jens Weidmann, ο οποίος με τη σειρά του θα τα διαβιβάσει στο γερμανικό κοινοβούλιο και την κυβέρνηση.
Η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου κατά κοινή ομολογία τελικά είχε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε, καθώς μετά το αρχικό σοκ, λειτούργησε ως καταλύτης για το Βερολίνο να υποστηρίξει ευρωπαϊκές λύσεις. Λίγα 24ωρα μετά την απόφαση, Μέρκελ και Μακρον ανακοίνωσαν την πρότασή τους για το ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης.