Σε μία κρίσιμη στιγμή, τόσο για τη Γερμανία, όσο και για την Ευρωπαϊκή Ενωση, η σιδηρά κυρία της Ευρώπης, Ανγκελα Μέρκελ φαίνεται πως παραπαίει.
Η γερμανίδα Καγκελάριος βρίσκεται στους τελευταίους μήνες της 16χρονης θητείας της, ένα βήμα πριν από μία ιστορική συμφωνία για τον προϋπολογισμό της ΕΕ που θα προστατέψει την Ενωση από τις επιπτώσεις της πανδημίας και θα θέσει τα θεμέλια για ένα μέλλον μίας «πράσινης» Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, η Μέρκελ βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, που απειλεί όλες της τις προσπάθειες.
Εδώ και χρόνια, η Μέρκελ δεν έδωσε σημασία στην παραβατικότητα χωρών όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Τώρα η παραβατικότητα αυτή απειλεί τον προϋπολογισμό των 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμη περισσότερο, εάν σκεφτεί κανείς πως οι σχέσεις με τη Βρετανία λόγω της πιθανότητας ενός no-deal Brexit χειροτερεύουν, και μπορεί να τελματωθούν κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής την Πέμπτη, απειλώντας την Ενωση με ένα νέο χρηματοοικονομικό σοκ.
Με τις διαπραγματεύσεις να έχουν φτάσει στο ναδίρ λόγω των διαφωνιών των δύο πλευρών, οι ευρωπαίοι σύμμαχοι της Μέρκελ μελετούν το ενδεχόμενο να προχωρήσουν ως έχει, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει τριγμούς στην καρδιά της Ενωσης και να υποδαυλίσει τους φόβους πως πολλά κράτη-μέλη μπορεί να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας, σταματώντας την επανένταξη των πρώην κομμουνιστικών χωρών αυτών.
«Φανταζόμασταν πως η καγκελαρία μας θα ήταν διαφορετική», ανέφερε η Μέρκελ στους ευρωπαίους συνεργάτες της την προηγούμενη εβδομάδα, προσθέτοντας πως «η προεδρία μας σημαδεύτηκε από την πανδημία. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα ως έχουν». Πολλοί αμφισβητίες μέσα στην ίδια της την κυβέρνηση υποστηρίζουν πως η Μέρκελ φέρει μεγάλο μερίδιο της ευθύνης.
Στα έγκατα της Καγκελαρίας η Μέρκελ μοίραζε τον χρόνο της μεταξύ των συνομιλιών με τους Ευρωπαίους ομολόγους της και των υπευθύνων για την καταπολέμηση της πανδημίας. Οπως συνηθίζεται, τις δηλώσεις για τα τεκταινόμενα τις πραγματοποιεί ο εκπρόσωπός της, Στέφεν Σάιμπερτ, ο οποίος αρνήθηκε να σχολιάσει την πιθανότητα συνομιλιών της Καγκελάριου με τον Εμανουέλ Μακρόν τη Δευτέρα.
Τη στιγμή που η πιθανότητα να κλείσουν οι χρηματοδοτικές κάνουλες της ΕΕ απειλεί τον Βίκτορ Ορμπάν και τον Πολωνό ομόλογό του Ματέους Μοραγιέτσκι είναι ένα προφανές πρόβλημα για τις δύο χώρες, υπάρχουν και άλλες απειλές που ελλοχεύουν. Η εθνική ταυτότητα και η κουλτούρα των δύο χωρών συγκρούεται με τις ευρωπαϊκές αξίες, κάτι που αποτελεί και Γόρδιο δεσμό τον οποίο καλείται να λύσει η Ανγκελα Μέρκελ.
H μακροχρόνια παραβατικότητα του Ορμπάν, χωρίς τιμωρία, έχει δημιουργήσει προηγούμενα στην Ενωση. Η κυβέρνηση του Ορμπάν κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης του 2015 είχε κλείσει τα σύνορα και η χώρα αρνήθηκε να αναλάβει το μεταναστευτικό της μερίδιο. Ποτέ δεν τιμωρήθηκε γι’ αυτή την αποστασία του.
Αυτή τη φορά, όμως, δεν πρόκειται μόνο για μια απειλή κατά της εξουσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπάρχει ξεκάθαρη απειλή κατά του οικονομικού και πολιτικού μέλλοντος της Ευρώπης. Η συνήθης «μάσκα» που φορά η Μέρκελ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων έχει αρχίσει και πέφτει.
Ο εκνευρισμός της ήταν φανερός κατά τη διάρκεια της ομιλίας της προς τους ευρωπαίους βουλευτές την προηγούμενη εβδομάδα. Κάτι το απροσδόκητο αποτέλεσε και η… γκρίνια της για το φόρτο εργασίας τον οποίο έχει αναλάβει. «Υπάρχουν πολλοί που μου λένε ‘μην κάνεις πίσω εδώ, μην αλλάξεις ακόμη κι ένα κόμμα σε αυτή την πρόταση, αλλά σε παρακαλούμε, φτάσε σε συμφωνία’. Χωρίς συμβιβασμούς και από τις δύο πλευρές, δεν θα μπορέσει να υπάρξει συμφωνία».
Στη χώρα της, αρκετοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως η Μέρκελ φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τα προβλήματα που πλήττουν τη χώρα. Στο CSU, το Βαυαρικό όμορο κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ, πολλοί υποστηρίζουν πως η Μέρκελ δεν έχει κάνει σωστές κινήσεις όσον αφορά τον προϋπολογισμό του ταμείου ανάκαμψης, οδηγώντας τη χώρα σε μία δύσκολη θέση, ακριβώς όπως έκανε και κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης.
Οταν λήφθηκε η απόφαση για το ταμείο ανάκαμψης τον περασμένο Ιούλιο, πολλοί υποστήριζαν πως η Μέρκελ κατάφερε να βγάλει τη χώρα από τον κυκεώνα της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά, με το δεύτερο κύμα να οδηγεί τη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ σε νέα Lockdown, η Καγκελάριος αντιμετωπίζει πια το μένος των πολιτικών αλλά και των πολιτών της.
Αυτό θα αποτελέσει και πρόβλημα για τους Γερμανούς συντηρητικούς, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν λύση για τη μετά-Μέρκελ εποχή. Το soft-lockdown της χώρας κοστίζει περί τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα. Kατά τη διάρκεια σύσκεψή τους το Νοέμβριο, οι ομοσπονδιακοί αρχηγοί της Γερμανίας άσκησαν δριμύτατη κριτική κατά της απόφασης της Καγκελαρίας για σκληρότερα μέτρα lockdown. Αυτά τα μέτρα ήταν που «βύθισαν» και τις πιθανότητες μακροπρόθεσμης στρατηγικής καταπολέμησης της πανδημίας, απειλώντας τη Γερμανία με νέα, αυστηρότερα μέτρα lockdown.
Η ανταρσία λαμβάνει χώρα και πίσω από κλειστές πόρτες. Κατά τη διάρκεια πρόσφατης συνόδου των ηγετών του CDU την προηγούμενη εβδομάδα, ο Βόλκερ Μπούφιερ, ηγέτης της Εσσης, έβαλλε κατά του Μπρίνκχαους (CSU) για την ανικανότητα του δεύτερου όσον αφορά την πρόταση λύσεων και τον χείμαρρος των κριτικών στις οποίες έχει προχωρήσει. «Σου ξεκαθαρίζω πως δεν πρόκειται να ανεχτούμε πια την υπεροψία σου», εκφώνησε ο ίδιος τη στιγμή που η Μέρκελ καθόταν ήρεμα στη γωνία.
Η αναχώρησή της από την πολιτική σκηνή της Γερμανίας μετά τις επερχόμενες εκλογές το επόμενο φθινόπωρο αποτελεί επιπλέον ατού για τους επικριτές της. Ο Μάρκους Σέντερ, ο Βαυαρός ο οποίος ενδέχεται να λάβει τα ηνία του κόμματος όταν αυτή αποχωρήσει, έχει έρθει στο προσκήνιο, απειλώντας με νέα, σκληρότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, την προηγούμενη Τετάρτη. Σε πρόσφατη συνάντησή του με τη Μέρκελ την προηγούμενη εβδομάδα, κατηγόρησε πως τα μέτρα της Καγκελαρίας είναι πολύ «ισχνά», υποστηρίζοντας πως «διερωτόμαστε εάν πρέπει να κρατήσουμε τη χώρα σε αυτή την κατάσταση ημίμετρων, η εάν θα πρέπει να δράσουμε πιο αποφασιστικά και ξεκάθαρα σε ορισμένες περιοχές για την καταπολέμηση της πανδημίας». Η μόνη απάντηση της Μέρκελ ήταν ένα εκνευρισμένο βλέμμα, τη στιγμή που οι προτάσεις της ίδια για σκληρότερα μέτρα απορρίφθηκαν από τους ηγέτες των κρατιδίων μέσα στον Νοέμβριο. Ολοι γνωρίζουν, πια, πως η Μέρκελ αδυνατεί να επιβάλλει αυτό που θέλει.
Διαβάστε ακόμη:
WSJ: Με «όπλο» τον Ηρακλή η μείωση των NPLs για τις ελληνικές τράπεζες
CVC: Οι επόμενες κινήσεις του μεγαλύτερου ξένου επενδυτή της χώρας
Η πανδημία διπλασίασε τα έσοδα των υπηρεσιών Delivery – Αλλά έχουν κέρδη;