Ο Μαλίκ Ντιόπ κάποια στιγμή κατάλαβε πως τα πράγματα έχουν αλλάξει στη Wall Street. Προσελήφθη στη Morgan Stanley τις «πέτρινες μέρες» του 2009, όταν οι μεγάλες τράπεζες προσπαθούσαν να αποπληρώσουν τα bailouts και να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το μένος των καταναλωτών είχε περιοριστεί και οι τράπεζες είχαν και πάλι βλέψεις για ανάπτυξη.
«Για πρώτη φορά ένιωθα πως η καριέρα μου δεν χαρακτηρίζεται από την οικονομική κρίση. Ένιωθα πως την είχαμε ξεπεράσει, πως είχαμε ευκαιρίες για νέα deals», τόνισε ο Ντιόπ. Σε λίγα μόλις χρόνια, ο επενδυτής ανέλαβε το ρόλο του managing director και κατάφερε να ενορχηστρώσει μία συμφωνία πολλών δισεκατομμυρίων με τη SoftBank Group, ενώ προχώρησε και σε συγχώνευση SPACs.
Η δεκαετία του $1 τρισ.
Ο Ντιόπ δεν το γνώριζε, τότε, αλλά έπαιρνε μέρος στην πρώτη «χρυσή» δεκαετία τρισεκατομμυρίων για τους έξι αμερικανικούς τραπεζικούς κολοσσούς. Σημειωτέον πως το $1 τρισ. δεν πρόκειται για $1 τρισ. εσόδων αλλά κερδών.
Η επιτυχία αυτή θεωρείτο απίθανη στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν η Wall Street αποτέλεσε το επίκεντρο του κινήματος «Occupy» λόγω των διαμαρτυριών των πολιτών για τα υπέρογκα bailouts των τραπεζών. Αντ’ αυτού, οι «big six», JPMorgan, BofA, Wells Fargo, Citi, Goldman Sachs και Morgan Stanley ξεπέρασαν τα προβλήματα αυτά και αναμένεται να ξεπεράσουν σε κέρδη τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στο χρηματιστήριο ακόμα και τώρα.
Tη στιγμή που οι κολοσσοί της Silicon Valley «τύπωναν χρήμα», οι τράπεζες ήταν αυτές οι οποίες κέρδιζαν συνεχώς μομέντουμ. Η μεταβλητότητα, η άπλετη χρηματοδότηση και η μείωση της φορολογίας κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ αύξησαν την κερδοφορία τους κατακόρυφα.
«Αρκετοί πιστεύουν πως η άκρατη αυτή κερδοφορία των τραπεζών είναι κάτι το μεμπτό. Πιστεύω πως είναι το αντίθετο», τόνισε η Μπέτσι Ντιούκ, πρώην κυβερνήτης της Fed και πρώην πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Wells Fargo μέχρι το 2020, προσθέτοντας πως «το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετώπισε τεράστιο αριθμό προβλημάτων την τελευταία δεκαετία. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο επιβίωσαν αλλά κατάφεραν να αναπτυχθούν. Μία δεκαετία γεωπολιτικών προβλημάτων, πανδημίας, αυστηροποίησης των κανόνων εποπτείας και ταραχών στις αγορές δε τις σταμάτησε αλλά τις οδήγησε σε κέρδη άνω του $1 τρισ.». Σημειωτέον πως η πάλαι ποτέ «προβληματική» JPMorgan έχει, πια, τη μεγαλύτερη αξία κεφαλαιοποίησης του αμερικανικού τραπεζικού κλάδου, ενώ η Wells Fargo είχε τη μεγαλύτερη κερδοφορία με $20 δισ. ετησίως.
Σκάνδαλα και κρίση
Προσπαθώντας να επιτύχουν τoυς στόχους της τράπεζας, οι εργαζόμενοι της Wells Fargo είχαν δημιουργήσει εκατομμύρια νέους λογαριασμούς για τους πελάτες τους χωρίς να τους έχουν ρωτήσει. Στη Μαλαισία, η Goldman Sachs συγκέντρωσε δισεκατομμύρια δολάρια εκ μέρους της δημόσιας επιχείρησης 1ΜDB, χρήματα τα οποία σχεδόν άμεσα υπεξαίρεσε γκρουπ πολιτικών συμπεριλαμβανομένου και του πρώην πρωθυπουργού της χώρας.
Στην προεκλογική του καμπάνια, ο Τραμπ διατυμπάνιζε πως θα «καταπολεμήσει την κερδοσκοπία των τραπεζών». Όταν ανέλαβε το θώκο της προεδρίας των ΗΠΑ, όμως, έθεσε δύο πρώην στελέχη της Goldman Sachs ως υπεύθυνους για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας στη χώρα, οι οποίοι σύντομα προσέφεραν άπλετες φοροελαφρύνσεις στις τράπεζες.
Κι ύστερα ήρθε η κρίση της πανδημίας. Για την αποφυγή του οικονομικού «κατακλυσμού», οι κυβερνήσεις προσέφεραν, απλόχερα, ρευστότητα στις αγορές για την προστασία τόσο των καταναλωτών όσο και των τραπεζών, ενώ η Fed και οι λοιπές κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Οι εταιρείες έκαναν «ουρά» για να δανειστούν έτσι ώστε να επιβιώσουν της κρίσης ή να εξαγοράσουν παραπαίοντες ανταγωνιστές.
Ένα χρόνο μετά το δύσκολο 2020, οι big six, οι έξι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες, με τις «πλάτες» των καταναλωτών και των κυβερνήσεων κατέγραψαν μεγαλύτερα κέρδη από το 2013 και το 2014 συνδυαστικά. Πολλά εκ των τραπεζικών ιδρυμάτων,μεν, υποστηρίζουν πως η καινοτομία είναι αυτή που τις οδήγησε σε τόσο αυξημένα κέρδη. Οι επικριτές των τραπεζών, όμως, τονίζουν πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Εάν οι φορολογούμενοι δεν είχαν βοηθήσει στα bailouts, εάν δεν είχε εφαρμοστεί περαιτέρω εποπτεία και εάν οι κυβερνήσεις δεν είχαν βοηθήσει στη διάσωση των τραπεζών, τότε οι big six θα είχαν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα και ενδέχεται να μην είχαν επιβιώσει. Σύμφωνα, τέλος, με τον δικηγόρο της Wall Street, Ρόντκιν Κόεν, «οι τράπεζες βασίζονται στην οικονομική “υγεία” των πελατών τους. Τα επικά αυτά κέρδη τους θα καταρρεύσουν εάν υπάρξει μία πραγματική ύφεση».
Διαβάστε ακόμη
Βασίλης Κέρτσικωφ: Το νέο σφυρί για τη Σαντίπ με δεύτερο «κούρεμα» στην τιμή
Γιώργος Φειδάκης: Ο «Βασιλιάς του κλιματισμού» αφήνει το… στέμμα του
Amazon: Ετοιμάζει πλατφόρμα streaming μόνο για αθλητικά γεγονότα