Από τη Βενετία του 14ου αιώνα μέχρι τη Silicon Valley του 2023, οι χρηματοοικονομικοί πανικοί και οι κρίσεις αποτελούν αναμενόμενο αποκύημα του εφησυχασμού, της ανάληψης κινδύνων και του φόβου των καταναλωτών.
Μία από τις κόρες του γνωστού επενδυτή και επικεφαλής της JPMorgan Chase & Co., Τζέιμι Ντάιμον, τον είχε κάποτε ρωτήσει τι είναι η χρηματοοικονομική κρίση. Ο Ντάιμον της είχε απαντήσει πως «πρόκειται για κάτι το οποίο συμβαίνει κάθε πέντε με επτά χρόνια» και τόνισε πως κανείς δε θα έπρεπε να εκπλήσσεται από τη δημιουργία τους.
Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης τον 14ο και 15ο αιώνα στη Βενετία, η οικονομία βρισκόταν σε τόσο εύθραυστο σημείο που οποιαδήποτε φήμη οδηγούσε σε δημιουργία πανικού των καταθετών. Για τους τραπεζίτες του Άμστερνταμ το 1763, η κρίση δημιουργήθηκε από ένα μεταπολεμικό deal σιτηρών με τους Ρώσους. Φέτος, οι απώλειες των επενδύσεων σε ομόλογα και το μεγάλο μέρος των μη εγγυημένων καταθέσεων οδήγησαν στην ιστορική κατάρρευση δύο αμερικανικών τραπεζών.
Τα προβλήματα τα οποία χαρακτηρίζουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι διαχρονικά και το σύστημα είναι εύθραυστο, αφού οι τράπεζες μπορούν να προχωρούν σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων δανείων και ομολόγων, χρησιμοποιώντας τις καταθέσεις καταναλωτών οι οποίοι μπορούν να ζητήσουν τα χρήματά τους πίσω όποτε θέλουν.
Η εξασφάλιση των καταθέσεων και τα συστήματα των ρυθμιστικών αρχών έχουν μειώσει την πιθανότητα δημιουργίας τέτοιων πανικών. Παρ’ όλα αυτά, «οι χρηματοοικονομικές κρίσεις», σύμφωνα με τον οικονομολόγο του Harvard, Κένεθ Ρόγκοφ, «αποτελούν αποκύημα της ανθρώπινης φύσης όπως και αποτέλεσμα του νομικού, οικονομικού και πολιτικού μας συστήματος. Μετά από το πέρας μίας κρίσης, οι ρυθμιστικές αρχές αυξάνουν την εποπτεία. Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως, όταν ο πόνος της κρίσης αποτελεί μακρινή ανάμνηση, οι κανονισμοί χαλαρώνουν. Παράλληλα, οι τραπεζίτες και οι επενδυτές ανακαλύπτουν τρόπους με τους οποίους μπορούν να αποφύγουν τους κανονισμούς αυτούς».
Το μάξιμουμ των εξασφαλισμένων καταθέσεων καταναλωτών στις τράπεζες των ΗΠΑ κυμαίνεται στα $250.000. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως το μεγαλύτερο ποσοστό των καταθετών δεν έχουν ανάγκη να προχωρήσουν σε ανάληψη των μετρητών τους. Για όσους, όμως, έχουν καταθέσεις άνω του ποσού αυτού, τίποτα δεν τους σταματάει από το να προχωρήσουν σε ανάληψη σε περίπτωση δημιουργίας κρίσης.
Σύμφωνα με το Bloomberg, πριν από ένα, περίπου, αιώνα, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κραχ του 1929, περίπου 9.000 τράπεζες στις ΗΠΑ κατέρρευσαν μαζικά. Μεταξύ του 1340 και του 1500, σύμφωνα με τον Λουτσιάνο Πετσόλο του Ca’ Foscari University της Βενετίας, ελάχιστες ήταν οι τράπεζες της πόλης που δεν οδηγήθηκαν σε κατάρρευση.
Παρά τα λεγόμενα του Ντάιμον, πολλοί ειδικοί τονίζουν πως οι τραπεζικές κρίσεις δε χρειάζεται να αποτελούν ένα κυκλικό και αναμενόμενο φαινόμενο. Εκτός από τις εξασφαλισμένες καταθέσεις, οι ρυθμιστικές αρχές θα μπορούσαν να παρακολουθούν τον τρόπο με τον οποίο οι τραπεζίτες διαχειρίζονται τους ισολογισμούς τους και επενδύουν τα assets τους. Σύμφωνα με τον αναλυτή του ΜΙΤ, Ντέιβιντ Σίνγκερ, ο Καναδάς έχει «εξαιρετικές και βαρετές τράπεζες οι οποίες έχουν αυξημένη ρευστότητα, αποφεύγουν το ρίσκο και προστατεύονται από τις κρίσεις. Οι τράπεζες χρειάζονται σταθερή και αυξημένη εποπτεία η οποία δε χαλαρώνει όταν η οικονομία τα πάει καλά».
Αυτό, βέβαια, είναι κάτι το οποίο είναι δύσκολο να εφαρμοστεί. Οι τραπεζίτες μπορούν εύκολα να ανακαλύψουν νέους τρόπους για την αύξηση των κερδών τους, κάτι το οποίο τους αφήνει ευάλωτους σε αυξημένο ρίσκο. Για παράδειγμα, στις αρχές του 21ου αιώνα, οι τραπεζίτες αυτοί ανακάλυψαν έναν τρόπο για την μετατροπή των ριψοκίνδυνων στεγαστικών δανείων σε ελκυστικές επενδύσεις, κάτι το οποίο οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Βάσει ανάλυσης του καθηγητή του Ben-Gurion University of the Negev, Χάιμ Κένταρ-Λέβι, «οι ρυθμιστικές αρχές δε γνωρίζουν για την ύπαρξη των τρόπων αποφυγής της εποπτείας αυτών από την αρχή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κίνδυνος δημιουργίας χρηματοπιστωτικής κρίσης συνήθως μεγεθύνεται χωρίς κανείς να τον καταλάβει».
Σύμφωνα, τέλος, με την καθηγητή οικονομικής ιστορίας του London School of Economics and Political Science, Νατάσα Πόστελ-Βινάι, οι τραπεζικές κρίσεις αυτές δεν πρόκειται να σταματήσουν μέχρι να υπάρξει μείωση των κινήτρων για υπερκέρδη. Οι νέοι κανονισμοί για τη μείωση των μπόνους των τραπεζιτών σε περίπτωση κρίσης έχουν, μεν, βοηθήσει, «αλλά βρισκόμαστε πολύ μακριά από την ολική αναδιάρθρωση του συστήματος η οποία θα μπορούσε να καταπολεμήσει το πρόβλημα αυτό καθαυτό».
Διαβάστε ακόμη
Γιώργος Μαργώνης: Το «αύριο» της Παπαστράτος και οι νέες επενδύσεις των 200 εκατ. ευρώ
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ