Από το περασμένο καλοκαίρι, οι τράπεζες στο Παρίσι έχουν αθόρυβα αναβάλει σχέδια επέκτασης που θα προσέθεταν, συνολικά, εκατοντάδες νέες θέσεις εργασίας.
Η Morgan Stanley είχε δηλώσει στις αρχές του 2024 ότι σχεδίαζε να προσθέσει άλλα 100 άτομα προσωπικό. Αυτό τώρα έχει ανασταλεί. Ορισμένες τράπεζες έχουν αρχίσει απολύσεις μικρής κλίμακας. Τον περασμένο μήνα, το Bloomberg ανέφερε ότι η JP Morgan απέλυσε εννέα εργαζόμενους στο Παρίσι, μεταξύ των οποίων και traders, επικαλούμενη «οικονομικούς λόγους».
Ενώ κάθε εταιρεία έχει τους δικούς της λόγους, τα στελέχη υποστηρίζουν ότι η πολιτική αστάθεια, η υψηλότερη φορολογία και η οικονομική δυσπραγία είναι οι κινητήριοι παράγοντες. Αυτά προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την απροσδόκητη απόφαση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές πέρυσι. Έκτοτε, η Γαλλία είχε τρεις κυβερνήσεις. Χρειάστηκαν μήνες για να συμφωνηθεί ένας εθνικός προϋπολογισμός, ο οποίος, μόλις ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο, περιελάμβανε προσωρινές αυξήσεις φόρων για τις μεγαλύτερες εταιρείες και τους υψηλότερα αμειβόμενους στη χώρα, μια νέα εισφορά για την επαναγορά μετοχών και έναν υψηλότερο φορολογικό συντελεστή στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε και το δημόσιο έλλειμμα αυξήθηκε. Μετά από χρόνια οικοδόμησης του ρόλου του ως το χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης μετά το Brexit, το Παρίσι μπορεί να έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του.
Το Brexit έδωσε στο Παρίσι μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να εδραιωθεί στην καρδιά της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο Μακρόν, ο ίδιος πρώην επενδυτικός τραπεζίτης της Rothschild, υποσχέθηκε να απλοποιήσει το νομικό και φορολογικό πλαίσιο της Γαλλίας και να μειώσει ορισμένους φόρους για τις επιχειρήσεις. Στο Εμπορικό Δικαστήριο του Παρισιού και στο Εφετείο του Παρισιού δημιουργήθηκαν νέα διεθνή τμήματα για να χειρίζονται χρηματοοικονομικές συμβάσεις που διέπονται από το βρετανικό δίκαιο. Η φορολογία του ατομικού πλούτου μειώθηκε.
Οι τράπεζες «τσίμπησαν» το δόλωμα. Μεταξύ του 2017 και του 2023, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος προσέθεσε 25.000 θέσεις εργασίας, ανεβάζοντας τον τομέα σε επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί μόνο πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών της Γαλλίας. Η Bank of America είχε 70 υπαλλήλους στο Παρίσι πριν από το 2019 και σήμερα έχει 650. Η JP Morgan απασχολεί πλέον σχεδόν 1.000 άτομα στο Παρίσι, από 250 λίγο πριν από το Brexit. Η ομάδα της Morgan Stanley έχει αυξηθεί από 150 άτομα το 2021 σε 450. Ο όμιλος Goldman Sachs Group από 170 άτομα προσωπικό το 2019 έφτασε σε πάνω από 400 σήμερα. Η Citigroup υπερδιπλασίασε το εργατικό δυναμικό της στη χώρα, από 160 άτομα το 2017 σε περίπου 400 άτομα, και προσέθεσε έναν δεύτερο όροφο συναλλαγών το 2023.
Αλλά στα δικηγορικά γραφεία και τις συμβουλευτικές, τα αιτήματα συσσωρεύονται, καθώς οι τράπεζες και άλλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες προσπαθούν να καταλάβουν πώς θα ανταποκριθούν στις πολιτικές αλλαγές. Οι «κυνηγοί κεφαλών» λένε ότι οι επιχειρήσεις έχουν επιβραδυνθεί σημαντικά από τότε που προσπαθούσαν να προσελκύσουν κορυφαία ταλέντα από την BNP Paribas ή τη Societe Generale στους αμερικανούς ανταγωνιστές τους. Οι εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων έχουν επίσης μειώσει τον αριθμό των υπαλλήλων τους, καθώς η ροή των συμφωνιών στερεύει.
Το κατά πόσον υπάρχει εναλλακτική λύση στο Παρίσι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Η πόλη διαθέτει υψηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό και μεγάλη δεξαμενή εταιρειών που είναι υποψήφιες για διασυνοριακές συγχωνεύσεις ή χρηματοοικονομικές συναλλαγές.
Η υπόσχεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης να δαπανήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνα και τις υποδομές θα μπορούσε να προσελκύσει τράπεζες στη Φρανκφούρτη. Πολλοί από τους δεκάδες ανθρώπους με τους οποίους μίλησε το Bloomberg αναφέρουν το Μιλάνο ως πιθανό κόμβο. Όμως καμία από τις δύο πόλεις δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις κοινωνικές υποδομές που χρειάζεται ο χρηματοπιστωτικός κλάδος για να προσελκύσει ταλέντα.
Η κυβέρνηση Μακρόν προσπάθησε να διατηρήσει μια αίσθηση του business as usual για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο από το καλοκαίρι. Μιλώντας σε συνέδριο αυτή την εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ δήλωσε ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να εργάζεται για την «ενίσχυση του περιβάλλοντος ώστε να διασφαλίσει ότι το Παρίσι παραμένει ανταγωνιστικό για τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες», προσθέτοντας ότι υπάρχει «περισσότερη δουλειά μπροστά μας όσον αφορά τον μετασχηματισμό του κοινωνικού και εργασιακού μας συστήματος».
Όμως ο Μακρόν έχει μείνει με λίγη δύναμη στην εσωτερική πολιτική, επειδή αντιμετωπίζει ένα κοινοβούλιο που δεν έχει πλειοψηφία για να υποστηρίξει τους νόμους της κυβέρνησής του. Η Γαλλία αντιμετωπίζει επίσης έναν αυξανόμενο λογαριασμό για την άμυνα, καθώς η Ευρώπη προσαρμόζεται στις απειλές από τη Ρωσία και την πιθανή απόσυρση των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας από την ήπειρο.
Εκείνοι από το πρώτο κύμα τραπεζιτών που ήρθαν στο Παρίσι μετά το Brexit αντιμετωπίζουν τώρα επίσης μια επικείμενη προθεσμία. Μόλις λήξουν οι οκταετείς συμφωνίες για τον επαναπατρισμό τους -για κάποιους στο τέλος του τρέχοντος έτους- θα αντιμετωπίσουν υψηλότερους φόρους και μπορεί να περιμένουν από τους εργοδότες τους να τους αποζημιώσουν ανάλογα. Ο Μακρόν πιθανότατα στοιχημάτιζε ότι, μέχρι να συμβεί αυτό, το Παρίσι θα είχε ήδη εδραιώσει τη θέση του στην καρδιά της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Διαβάστε ακόμη
JP Morgan: Top pick τα ελληνικά ομόλογα – Σύσταση overweight μεσοπρόθεσμα (γράφημα)
Κυρανάκης: Το σιδηροδρομικό δίκτυο νοσεί βαθιά, χρειάζονται αποφασιστικές κινήσεις
Ο ύπνος ως εμπόδιο για τις Big Tech – Πώς μας κρατούν online περισσότερο
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα