Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι τράπεζες προσπαθούν να βρουν τρόπο να χειριστούν έναν αυξανόμενο κίνδυνο που ελλοχεύει στα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων: την κατανάλωση ενέργειας.
Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι πολλά νοικοκυριά είτε δεν επιθυμούν είτε δεν μπορούν να διαθέσουν κεφάλαια για την αναβάθμιση της ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών τους.
Η γερμανική Bundesbank έχει ήδη προειδοποιήσει ότι η απουσία ανάληψης δράσης μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις αξίες των ακινήτων, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στην ευρύτερη οικονομία.
Η Deutsche Bank AG, εν τω μεταξύ, αναφέρει ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των οικιακών πελατών της είναι επί του παρόντος επιλέξιμοι για πράσινα δάνεια.
«Όλες οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις», δήλωσε το στέλεχος της τράπεζας, Τομπάιας Χορν.
Η Deutsche Bank, η οποία διαθέτει χαρτοφυλάκιο κατοικιών ύψους περίπου 175 δισεκατομμυρίων ευρώ, εκτιμά ότι ένα μεμονωμένο σπίτι μπορεί να χρειαστεί ανακαινίσεις αξίας άνω των 100.000 ευρώ για να συμμορφωθεί με το υψηλότερο επίπεδο ενεργειακής απόδοσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό ισοδυναμεί με 80 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικά για τους πελάτες της τράπεζας στον τομέα των εν λόγω ακινήτων.
Το κόστος αυτό θα επιβαρύνει τις τακτικές πληρωμές στεγαστικών δανείων και θα καταστήσει την εξυπηρέτηση του χρέους λιγότερο προσιτή για τους ιδιοκτήτες κατοικιών.
Η Deutsche Bank ανέφερε στην τελευταία ετήσια έκθεσή της ότι «η μεγαλύτερη συγκέντρωση πιστωτικού κινδύνου είναι στην εγχώρια αγορά της, τη Γερμανία, με σημαντικό μερίδιο στα νοικοκυριά, η οποία περιλαμβάνει την πλειονότητα των ενυπόθηκων δανείων».
Η εικόνα σε όλη την Ευρώπη είναι ότι «δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα» για να ευθυγραμμιστεί το απόθεμα κατοικιών με τα στοχευμένα περιβαλλοντικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι, προσθέτοντας πως «δεν μπορείτε να αναγκάσετε τους ιδιοκτήτες σπιτιών να κάνουν ανακαινίσεις».
Για να τη βοηθήσει να ανταποκριθεί στην τρέχουσα κατάσταση, η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας στρέφεται σε δομημένα μέσα κεφαλαιακής ανακούφισης. Πρόσφατα, η Deutsche παρουσίασε μια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων που της επιτρέπει να χορηγεί εκπτώσεις σε περισσότερα από 600 εκατ. ευρώ πράσινων ενυπόθηκων δανείων στην εγχώρια αγορά της.
Η ΕΤΕπ θα εγγυηθεί μια ενδιάμεση δόση ύψους 150 εκατ. ευρώ σε μια τιτλοποίηση καταναλωτικών δανείων, ξεκλειδώνοντας χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον γερμανικό δανειστή.
Πρόκειται για μια ρύθμιση που «θα επιτρέψει σε χιλιάδες νοικοκυριά στη Γερμανία να κατασκευάσουν ‘πράσινα’ σπίτια ή να βελτιώσουν το κλιματικό αποτύπωμα των υφιστάμενων κατοικιών», δήλωσε η αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ, Νίκολα Μπέερ, η οποία είναι υπεύθυνη για τις δραστηριότητες του ιδρύματος στη Γερμανία.
Η Deutsche Bank δηλώνει ότι ήδη εξετάζει την πραγματοποίηση περισσότερων τέτοιων συμφωνιών ανακούφισης, οι οποίες έχουν αναδειχθεί ως ένα κομμάτι της χρηματοοικονομικής πραγματικότητας που φαίνεται ότι θα διαδραματίσει ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη.
Οι τράπεζες στην Ευρώπη αναγκάζονται να αναγνωρίσουν ότι τα χαρτοφυλάκια κατοικιών τους είναι γεμάτα με κινδύνους που φέρνουν στο προσκήνιο οι απαιτήσεις για «πράσινες» κατοικίες.
Στην Ολλανδία, η κεντρική τράπεζα προειδοποίησε ότι οι δανειολήπτες με πιστωτικούς περιορισμούς που επιλέγουν να μην μετατρέψουν τα σπίτια τους σε ουδέτερα ως προς τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αντιμετωπίζουν μείωση της αξίας τους.
Ταυτόχρονα, οι δανειολήπτες που χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα για την κάλυψη τέτοιων δαπανών κινδυνεύουν να γίνουν «πιο ευάλωτοι σε αρνητικά σοκ», όπως δήλωσε η κεντρική τράπεζα. «Και στις δύο περιπτώσεις, ο κίνδυνος του δανείου αυξάνεται», συμπλήρωσε.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Lloyds Banking Group Plc, η οποία έχει περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια λίρες ενυπόθηκα δάνεια στα βιβλία της, υποστηρίζει ότι η Βρετανία έχει «το παλαιότερο και πιο ετοιμόρροπο» απόθεμα κατοικιών στην Ευρώπη.
Πάραυτα, όπως αναφέρει το Bloomberg, σχεδόν οι μισοί ιδιοκτήτες σπιτιών της χώρας αποθαρρύνονται από το υψηλό αρχικό κόστος που συνδέεται με την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των ακινήτων.
Η Ρεμπέκα Χίτον, διευθύντρια περιβαλλοντικής βιωσιμότητας της Lloyds, υποστηρίζει ότι η τράπεζα «ανησυχεί για την ανεπαρκή πρόοδο στην απεξάρτηση των 28 εκατομμυρίων κατοικιών του Ηνωμένου Βασιλείου από την χρήση ρυπογόνων για το περιβάλλον καυσίμων».
Στην Ιταλία, εν τω μεταξύ, ένα σχέδιο για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών παραμένει περιδινισμένο σε σκάνδαλο, αφού οι φορολογικές ελαφρύνσεις για τις ενεργειακά αποτελεσματικές ανακαινίσεις οδήγησαν σε μεγάλης κλίμακας απάτες.
Το πλαίσιο έχει έκτοτε αλλάξει εν μέρει και οι κανόνες για τις φορολογικές πιστώσεις έχουν αναθεωρηθεί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι τράπεζες της Ευρώπης παραμένουν φορτωμένες με περιουσιακά στοιχεία κατοικιών που δεν ανταποκρίνονται στις περιβαλλοντικές απαιτήσεις.
Μέσα στο 2024, οι νομοθέτες της Ε.Ε. αποφάσισαν όσον αφορά την οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Η εφαρμογή του νέου νόμου θα είναι σταδιακή ενώ θα διαρκέσει περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά οι ιδιοκτήτες ακινήτων που θα μείνουν πολύ πίσω κινδυνεύουν να επιφορτωθούν περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν πλέον να πωληθούν ή να ενοικιαστούν.
Η Ε.Ε. εκτιμά ότι περίπου το 85% των κτιρίων στο μπλοκ κατασκευάστηκαν πριν από το 2000, με το 75% αυτών να έχουν «κακή ενεργειακή απόδοση».
Η Ε.Ε. έχει θέσει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών στον τομέα των ακινήτων κατά 60% έως το 2030 και την πλήρη απεξάρτηση από τις εκπομπές άνθρακα ως το 2050. Αποτελώντας το 42% της καταναλισκόμενης ενέργειας, τα κτίρια «είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας στην Ευρώπη», σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Deutsche Bank αναφέρει ότι, παρά τις προκλήσεις, αναμένει ότι οι τρέχουσες επενδύσεις σε υποδομές, πράσινη ενέργεια και πράσινα οικοδομικά υλικά «θα επιτύχουν πρόοδο προς το net zero» στον γερμανικό κτηματομεσιτικό τομέα.
Πάραυτα, μόνο στη Γερμανία, πάνω από το 60% των κατοικιών θα πρέπει να υποβληθούν σε «πράσινες» ανακαινίσεις την επόμενη δεκαετία για να ανταποκριθούν στις αυστηρότερες ενεργειακές απαιτήσεις της Ε.Ε. Αυτή η διαδικασία θα κοστίσει κάπου μεταξύ 740 δισεκατομμυρίων και 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ING Groep NV.
Ο Χορν υποστηρίζει ότι η Deutsche Bank κατέχει αξιολογήσεις πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης μόνο για το 4% περίπου των κατοικιών που διαχειρίζεται, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητά της να εκδίδει πράσινα ενυπόθηκα δάνεια.
Επιπλέον, όταν ένας ιδιοκτήτης κατοικίας εξοφλεί την τελευταία δόση, για παράδειγμα, ενός 30ετούς στεγαστικού δανείου που σχετίζεται με ένα ακίνητο με υψηλές εκπομπές ρύπων, το δάνειο αυτό διαγράφεται από τα βιβλία της τράπεζας, δίνοντας την εντύπωση ότι οι εκπομπές ρύπων του σπιτιού αυτού έχουν εξαφανιστεί.
Στην πραγματικότητα, «δεν αλλάζει τίποτα όσον αφορά το απόθεμα των κτιρίων στη γερμανική κοινωνία και δημιουργεί μια παραπλανητική εικόνα σχετικά με τη μείωση των εκπομπών», δήλωσε ο Χορν.
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι το ένα τρίτο των ιδιωτών πελατών της στον τομέα των ακινήτων δεν έχει επί του παρόντος τα οικονομικά μέσα για να αναβαθμίσει τα σπίτια του στην υψηλότερη ενεργειακή κλάση ή σε κτίριο με μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Σε τελική ανάλυση, αυτό αποτελεί απειλή για τον στόχο της Γερμανίας να επιτύχει net zero ως το 2045.
Η Deutsche Bank κάνει ό,τι μπορεί, λέει ο Χορν. Αλλά «αν ο πελάτης δεν θέλει να ασχοληθεί με την ενεργειακή απόδοση ή δεν έχει τα οικονομικά μέσα, οι τράπεζες δεν μπορούν να τους επιβάλλουν να το κάνουν».
Διαβάστε ακόμη
Société Générale: Γιατί επιλέγει τις τράπεζες από τις ευρωπαϊκές μετοχές (γραφήματα)
Παραλίες: Ξεκίνησαν από τη Χαλκιδική οι πρώτοι έλεγχοι με drones – Οι ποινές που προβλέπονται
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ