Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς προσπάθησε να πείσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι ο διασπασμένος κυβερνητικός συνασπισμός του εξακολουθεί να είναι λειτουργικός όλοι όμως γνώριζαν ότι ήταν θέμα χρόνου η κατάρρευση του. Η πολιτική κρίση κορυφώθηκε αφού ο Σολτς απέπεμψε τον υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, λέγοντας ότι ο πρόεδρος του φιλοεπιχειρηματικού κόμματος FDP αρνήθηκε την πρόταση να ανασταλούν οι κανόνες που περιορίζουν τον νέο δανεισμό, ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους. Ο τρικομματικός συνασπισμός κατέρρευσε και ο Σολτς ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του τον Ιανουάριο, με στόχο να επισπεύσει τις ομοσπονδιακές εκλογές του επόμενου έτους για τον Μάρτιο.
Τα δύο κύρια θέματα διαμάχης που ώθησαν τη συμμαχία στην κατάρρευση είναι το πώς θα καλυφθεί ένα έλλειμμα περίπου 8 δισεκατομμυρίων ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2025 και ποια πρόσθετα μέτρα χρειάζονται για να βγει η οικονομία από μια παρατεταμένη ύφεση. Ο Σολτς και οι δύο εταίροι του – ο υπουργός Οικονομίας των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ, και ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, συμφωνούν ότι απαιτείται ταχεία δράση. Έχουν όμως εντελώς αντίθετες συνταγές για την αντιμετώπιση προκλήσεων όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος, οι ετοιμόρροπες υποδομές και η επαχθής γραφειοκρατία. Και βέβαια το μεγαλύτερο εμπόδιο όπως αποδείχτηκε ήταν επιμονή του Λίντνερ να τηρήσει τους αυστηρούς κανόνες δανεισμού της Γερμανίας.
Η κυβερνητική αναταραχή έρχεται στον απόηχο της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, η οποία αύξησε την προοπτική ενός νέου διατλαντικού εμπορικού πολέμου και οδήγησε σε επαναξιολόγηση την σχέση της Ευρώπης με την Ουάσιγκτον στον τομέα της άμυνας. Και το χειρότερο, η κατάρρευση του συνασπισμού έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία όπου η Γερμανία παλεύει με την οικονομική στασιμότητα και την καθίζηση του μεταποιητικού της τομέα.
«Πολύ συχνά, οι αναγκαίοι συμβιβασμοί πνίγονταν από τις δημόσια σκηνοθετημένες διαφωνίες και τις ηχηρές ιδεολογικές απαιτήσεις», δήλωσε ο Σολτς σε ασυνήθιστα αιχμηρές παρατηρήσεις, προσθέτοντας ότι ο Λίντνερ επικεντρώνεται στη βραχυπρόθεσμη επιβίωση του κόμματός του. «Ένας τέτοιος εγωισμός είναι εντελώς ακατανόητος».
Η συντηρητική συμμαχία CDU/CSU υπό τον Φρίντριχ Μερτς προηγείται σήμερα στις δημοσκοπήσεις με ποσοστό άνω του 30% των ψήφων και θα ήταν σε πλεονεκτική θέση για να κερδίσει μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση, επαναφέροντάς την στην εξουσία μετά την ήττα της από το SPD του Σολτς πριν από τρία χρόνια. Ο Σολτς υποστήριξε ότι η Γερμανία χρειάζεται «μεγαλύτερο οικονομικό περιθώριο» για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. «Η κατάσταση είναι σοβαρή. Υπάρχει ένας πόλεμος στην Ευρώπη, αυξανόμενες εντάσεις στη Μέση Ανατολή, η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα», δήλωσε ο Σολτς. «Οι εταιρείες χρειάζονται στήριξη τώρα».
Η οικονομία της Γερμανίας δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει με σταθερότητα από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, με ορισμένους οικονομολόγους να προβλέπουν ότι το 2024 η παραγωγή θα συρρικνωθεί για δεύτερη συνεχή χρονιά. Η κύρια αδυναμία είναι ο σημαντικός μεταποιητικός της τομέας, ο οποίος επιβαρύνεται από την αδύναμη εξωτερική ζήτηση, το υψηλό κόστος δανεισμού και μια σειρά διαρθρωτικών ζητημάτων στο εσωτερικό.
«Ο Όλαφ Σολτς έχει πάψει προ πολλού να ενδιαφέρεται για μια συμφωνία που να είναι αποδεκτή από όλους, αλλά μάλλον για μια υπολογισμένη διάλυση αυτού του συνασπισμού», ανέφερε ο Λίντνερ σε δήλωσή του. «Με τον τρόπο αυτό, οδηγεί τη Γερμανία σε μια φάση αβεβαιότητας».
Οι Γερμανοί καγκελάριοι δεν έχουν την εξουσία να προκηρύξουν πρόωρες εκλογές, η οποία ανήκει στον ομοσπονδιακό πρόεδρο, αλλά μπορούν να προσπαθήσουν να τις προκαλέσουν χάνοντας σκόπιμα την ψήφο εμπιστοσύνης στην κάτω βουλή του κοινοβουλίου.
Μόλις ο Σολτς αποτύχει να συγκεντρώσει πλειοψηφία στην ψηφοφορία της 15ης Ιανουαρίου, μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, πρώην αντικαγκελάριο των Σοσιαλδημοκρατών, να παρέμβει και να διαλύσει το κοινοβούλιο. Οι εκλογές θα πρέπει τότε να διεξαχθούν εντός 60 ημερών.
Το κόλπο του Σολτς είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο στη γερμανική πολιτική μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εθνικές εκλογές επισπεύστηκαν μόνο δύο φορές στη Δυτική Γερμανία, το 1972 και το 1983, και μόνο μία φορά μετά την επανένωση το 1990. Ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, επίσης σοσιαλδημοκράτης, προκάλεσε πρόωρες εκλογές το 2005 πριν χάσει από την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία συνέχισε να κυβερνά τη χώρα μέχρι να αναλάβει ο Σολτς.
Οι Γερμανοί συντηρητικοί και η ακροδεξιά προηγούνται στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Λιγότερο από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων υποστηρίζουν τα τρία κυβερνώντα κόμματα
Ο Σολτς και οι υπουργοί του παρουσίασαν μια δυσλειτουργική εικόνα τις τελευταίες εβδομάδες, πραγματοποιώντας αντιφατικές συναντήσεις με βιομηχανικούς ομίλους και αξιωματούχους της αγοράς εργασίας και δημοσιεύοντας αντικρουόμενα έγγραφα πολιτικής που μοιάζουν με προεκλογικές διακηρύξεις.
Ένα ιδιαίτερο σημείο διαφωνίας είναι η επιμονή του Λίντνερ να επιμείνει η Γερμανία αυστηρά στους κανόνες που περιορίζουν τον νέο δανεισμό. Αυτό έχει ενοχλήσει το SPD του Σολτς και τους Πράσινους, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της επέκτασης του χρέους για τη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ενίσχυση του στρατού – και η παροχή βοήθειας στην Ουκρανία για την υπεράσπισή της έναντι της Ρωσίας.
Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να σφυρηλατήσει μια ενιαία απάντηση στην επιστροφή του Τραμπ και στην αυξανόμενη διεκδικητικότητα της Κίνας, ο Σολτς έχει συχνά χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο εμπόδιο, αντιτιθέμενος στις προσπάθειες να αξιοποιηθεί η οικονομική δύναμη του μπλοκ με κοινό δανεισμό και αυξημένες δαπάνες για την άμυνα.
Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν συμβιβαστεί με το γεγονός ότι ο συνασπισμός στο Βερολίνο δεν θα ήταν σε θέση να προχωρήσει μέχρι τις γερμανικές εκλογές σε ένα χρόνο, και η απόφαση του Σολτς φέρνει ενδεχομένως αυτό το γεγονός έξι μήνες νωρίτερα. Το FDP συγκεντρώνει σήμερα ποσοστό μόλις 3%, από 11,5% στις εκλογές του 2021, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χάσει το όριο του 5% για την είσοδο στο κοινοβούλιο.
Αν και η διαφορά είναι πιθανό να μειωθεί, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η υποστήριξη για το CDU/CSU του Μερτς είναι υπερδιπλάσια από την υποστήριξη για το SPD. Το SPD βρίσκεται με περίπου 16% στην τρίτη θέση, πίσω από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία που βρίσκεται στη δεύτερη θέση με περίπου 17%. Οι Πράσινοι βρίσκονται στο 11% περίπου στην τέταρτη θέση, ενώ ένα νέο ακροαριστερό κόμμα – η Συμμαχία Sahra Wagenknecht – είναι πέμπτο με 8% περίπου.
Διαβάστε ακόμη
«Παράθυρο» για ρύθμιση με 24 και 48 δόσεις για… μεσαία χρέη
Κρυπτονομίσματα: Ο μεγάλος νικητής από την εκλογή Τραμπ
DBRS: «Καμπανάκι» για την Ευρώπη η οικονομική πολιτική και οι δασμοί του Τραμπ (πίνακες)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα