H δημοσιονομική κρίση της Γερμανίας επιδεινώθηκε, όταν το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε να επιβάλλει έκτακτο «πάγωμα» των δημοσίων δαπανών μετά από την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός του Καγκελάριου Όλαφ Σολτς προσπαθεί να επεξεργαστεί τις επιπτώσεις της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την χρήση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ για την χρηματοδότηση ειδικών ταμείων τα οποία δεν αποτελούν μέρος του τακτικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.
Το υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε να παγώσει σχεδόν όλες τις νέες εγκρίσεις δημοσίων δαπανών για φέτος, καθώς προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις ευρύτερες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των δαπανών αυτών, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg.
Οι υφιστάμενες υποχρεώσεις ναι μεν θα τηρηθούν αλλά οποιεσδήποτε νέες δεσμεύσεις θα μπορούν να προχωρήσουν μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, ανέφεραν οι πηγές του υπουργείου.
Η απόφαση αυτή ισχύει για όλα τα ομοσπονδιακά υπουργεία, με μόνες εξαιρέσεις τα συνταγματικά όργανα όπως το κοινοβούλιο και το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Οι αρμόδιοι δικαστές αποφάσισαν την Τετάρτη πως οι αχρησιμοποίητες εγκρίσεις χρέους οι οποίες προορίζονται για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας δεν μπορούν να μετατεθούν εκ νέου σε ταμείο για τη χρηματοδότηση «πράσινων» πλάνων όπως η ενεργειακή μετάβαση και η επέκταση των φωτοβολταϊκών πάρκων.
Η απόφαση αυτή αναμένεται να επηρεάσει και άλλα, τέτοιου είδους ειδικά ταμεία, συμπεριλαμβανομένου ενός το οποίο βοηθά στην αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών, σύμφωνα με τον Γερμανό Υπουργό Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Εάν οι αξιωματούχοι καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η απόφαση θα πρέπει να εφαρμοστεί σε ευρύτερο επίπεδο, ο Υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ θα πρέπει να υπολογίσει αναδρομικά δεκάδες δισ. ευρώ νέου δημόσιου χρέους σε έναν αναθεωρημένο προϋπολογισμό για το 2023.
Ως αποτέλεσμα, ο Λίντνερ θα πρέπει να εγκαταλείψει το σχέδιό του για την επαναφορά των συνταγματικών κανονισμών οι οποίοι περιορίζουν τον νέο δανεισμό, κάτι το οποίο αποτελεί και βασική πολιτική υπόσχεση του φιλοεπιχειρηματικού κόμματός του.
Σημειωτέον πως η Γερμανία φιλοξενεί 29 τέτοια, εκτός προϋπολογισμού ταμεία, συνολικής αξίας περίπου 870 δισεκατομμυρίων ευρώ, αν και ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ το οποίο αφορά στρατιωτικές δαπάνες δεν αναμένεται να επηρεαστεί, αφού ήδη συμπεριλαμβάνεται στο συνταγματικό διάταγμα.
Οι αξιωματούχοι υπεύθυνοι για τον προϋπολογισμό της χώρας καλούνται να οριστικοποιήσουν τα στοιχεία του αυτή την εβδομάδα.
«Φρένο» στο χρέος
Η απόφαση της περασμένης εβδομάδα ανέδειξε τον βαθμό στον οποίο ο συνασπισμός του Σολτς έχει καταλήξει να βασίζεται σε ειδικά κονδύλια για να παρακάμψει το συνταγματικά καθιερωμένο «φρένο» στο χρέος της χώρας, το οποίο περιορίζει το ομοσπονδιακό έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ εκτός από περιόδους έκτακτης ανάγκης.
Προκειμένου να χρηματοδοτήσει μεγάλο μέρος της βιομηχανικής της ατζέντας και των προσπαθειών της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η κυβέρνηση Σολτς βασίζεται στο Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό το οποίο χρηματοδοτείται κυρίως από έσοδα της πώλησης των πιστοποιητικών εκπομπών άνθρακα. Για την ενίσχυση του ταμείου αυτού, η κυβέρνηση προσπάθησε να χρησιμοποιήσει 60 δισεκατομμύρια ευρώ δανείων από το ταμείο καταπολέμησης της πανδημίας.
Τώρα, όμως, που το ανώτατο δικαστήριο της χώρας έκρινε την κίνηση αυτή αντισυνταγματική, ο συνασπισμός του Σολτς προσπαθεί να βρει εναλλακτικές επιλογές χρηματοδότησης.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε ενδείξεις πως μία συμφωνία είναι εφικτή, καθώς υπάρχουν ελάχιστες ελκυστικές επιλογές οι οποίες θα ικανοποιήσουν και τα τρία κόμματα της κυβέρνησης τα οποία έχουν πολλές φορές διφορούμενες απόψεις στην δημοσιονομική τους προσέγγιση.
Η αύξηση της φορολογίας είναι σχετικά απίθανη, αφού ο ΥΠΟΙΚ Κρίστιαν Λίντνερ και το συντηρητικό κόμμα FDP αντιτίθενται σε οποιαδήποτε τέτοια πρόταση.
Την περασμένη Δευτέρα, το στέλεχος του FDP, Κρίστιαν Ντουρ, πρότεινε πως η Γερμανία θα μπορούσε να περικόψει τις κοινωνικές παροχές, αν και αυτή η πρόταση δεν πρόκειται να γίνει δεκτή από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους.
«Από που θέλετε να περικόψετε 60 δισ. ευρώ σε κοινωνικές παροχές;» αναρωτήθηκε ο Χάμπεκ σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξη, προσθέτοντας πως «τέτοιες επιλογές δεν συμβαδίζουν με την δραματική κατάσταση την οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε».
Μία πιθανότητα είναι πως η κυβέρνηση θα κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης έτσι ώστε να αναστείλει τον κανονισμό του «φρένου» στο χρέος για το 2024, όπως έκανε κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και κατά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Οποιαδήποτε τέτοια κίνηση, πάντως, αναμένεται να οδηγήσει σε περισσότερες αγωγές κατά της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε, επίσης, να ασκήσει πιέσεις για μεταρρύθμιση του «φρένου» αυτού έτσι ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερα οικονομικά περιθώρια. Ο Χάμπεκ έχει, άλλωστε, πολλάκις χρησιμοποιήσει αρκετά ανησυχητικά λόγια για τον χαρακτηρισμό του οικονομικού τιμήματος του υψηλού ενεργειακού κόστους, προειδοποιώντας ότι οι συνέπειες για την πράσινη μετάβαση της Γερμανίας και τη συνολική οικονομική ανάπτυξή της είναι τεράστιες.
«Η μαζική έξοδος της βιομηχανίας βλάπτει τόσο τη χώρα όσο και την κοινωνία μας», ανέφερε σε συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung.
Το πρόβλημα με τη χρήση των ειδικών κονδυλίων, πάντως, δεν περιορίζεται μόνο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Τα κρατίδια και οι κρατιδιακές εκτάσεις του Βερολίνου, της Βρέμης, της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, του Σάαρλαντ και του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν έχουν πολλές φορές χρησιμοποιήσει ειδικά κονδύλια εκτός του τακτικού τους προϋπολογισμού για την χρηματοδότηση επενδύσεων σε υποδομές ή επιδοτήσεις για την ενεργειακή μετάβαση. Εάν αυτά τα κονδύλια χαρακτηριστούν παράνομα, τα κρατίδια αυτά θα μπορούσαν να εντείνουν τα πολιτικά προβλήματα του κυβερνητικού συνασπισμού.
Ήδη, πάντως, κινδυνεύουν πολλά προγράμματα επιδοτήσεων τα οποία χρηματοδοτούνται από το Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό, τα οποία συμπεριλαμβάνουν νέα μέτρα για τη μείωση του κόστους της ενέργειας για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, στο οποίο ο κυβερνητικός συνασπισμός είχε συμφωνήσει μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις.
Επιπροσθέτως, η χρηματοδότηση ύψους δισεκατομμυρίων, των τεχνολογικών κολοσσών όπως Intel και TSMC για την κατασκευή νέων εργοστασιακών μονάδων στην ανατολική Γερμανία, κινδυνεύει.
Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις επιδοτήσεις προς τη γερμανική βιομηχανία οι οποίες θα βοηθήσουν την κοστοβόρα μετάβαση στην χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όπως το υδρογόνο. Ελάχιστες εταιρείες στον τομέα του χάλυβα, όπως η Thyssen-Krupp και η Salzgitter έχουν ήδη λάβει εγγυήσεις από την κυβέρνηση όσον αφορά τη στήριξη της κλιματικά ουδέτερης παραγωγής τους.
Δεν είναι, επίσης, σαφές πως η γερμανική κυβέρνηση θα καταφέρει να χρηματοδοτήσει τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού της δικτύου, ο οποίος υποτίθεται πως θα βασίζεται στο Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό.
Δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες πως τα κεφάλαια αυτά θα συνεχίσουν να παρέχουν στην κυβέρνηση πρόσθετα οικονομικά περιθώρια στο εγγύς μέλλον.
Σύμφωνα με τον συνταγματικό δικηγόρο Αλεξάντερ Τίλε, ο οποίος εκπροσώπησε τα συμφέροντα της κυβέρνησης την περασμένη εβδομάδα, τα ειδικά κονδύλια τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και πολιτειακό επίπεδο αναμένεται να κριθούν παράνομα.
Πάραυτα, η πόλη του Βερολίνου ανακοίνωσε την περασμένη Δευτέρα πως θέλει να επενδύσει σε ένα πιλοτικό, νέο σιδηροδρομικό πρότζεκτ mag-lev (magnetic levitation) με μήκος αρκετών χιλιομέτρων, το οποίο θα κοστίσει περίπου 80 εκατομμύρια ευρώ, κάτι το οποίο θεωρείται υπερβολικό για την ήδη υπερχρεωμένη πολιτεία. Η λύση, σύμφωνα με το κρατίδιο; Η εύρεση των κονδυλίων από ειδικά ταμεία, τα ίδια ταμεία τα οποία κινδυνεύουν να κηρυχθούν παράνομα.
Διαβάστε ακόμη
Ο «πυρετός» των ακινήτων τελείωσε – Γιατί η αγορά κατοικίας είναι πλέον απρόσιτη
«Καμπανάκι» ΕΚΤ για την έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε εμπορικά ακίνητα
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ