Πριν από τρία, περίπου, χρόνια, όταν οι σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες του ΟΠΕΚ+ είχαν σημαντικές διαφωνίες όσον αφορά την παραγωγή πετρελαίου, οι ΗΠΑ είχαν επιλέξει να παίξουν το ρόλο του διαμεσολαβητή. Τώρα πια, η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου φαντάζει περισσότερο ως ο στόχος των χωρών αυτών παρά ως σύμμαχος.
Η συμμαχία μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας ενδέχεται να προκαλέσει πληθώρα προβλημάτων για την αμερικανική οικονομία αλλά και την καμπάνια επανεκλογής του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν. Η πρόσφατη απόφαση του ΟΠΕΚ+ για τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου ενδέχεται να αποτελεί μόλις το εναρκτήριο λάκτισμα της κόντρας αυτής.
Η απόφαση του οργανισμού η οποία οδήγησε σε άνοδο των τιμών του πετρελαίου, αυξάνει τις πιθανότητες ύφεσης, δεδομένων των αυξημένων ενεργειακών εξόδων των καταναλωτών και των πληθωριστικών πιέσεων. Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, από την πλευρά του, βγαίνει κερδισμένος αφού μπορεί να χρηματοδοτήσει περαιτέρω την πολεμική του μηχανή.
Δεδομένων των αλλαγών στις γεωπολιτικές συμμαχίες, η Σαουδική Αραβία φαίνεται πως θέλει να ξεφύγει από την επιρροή τους Ουάσινγκτον. Η χώρα έχει ήδη συνεργαστεί με τη Ρωσία όσον αφορά το πετρέλαιο, ενώ όταν θέλησε να βελτιώσει τις διμερείς της σχέσεις με το γειτονικό Ιράν, στράφηκε προς την Κίνα. Ο βαθμός επιρροής των Δυτικών στον οργανισμό, σύμφωνα με τους αναλυτές, βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδά του εδώ και δεκαετίες.
Τη στιγμή που ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και ο Πούτιν προχωρούν σε μονομερείς αποφάσεις οι οποίες ενισχύουν τις οικονομίες τους, οι Αμερικανοί έχουν προσηλωθεί στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, ο ανταγωνισμός των αμερικανικών πετρελαϊκών ο οποίος κάποτε αποτελούσε αντίπαλον δέος στις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του ΟΠΕΚ+ και χαλιναγωγούσε τις τιμές, έχει μειωθεί δραματικά λόγω της προσπάθειας μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της πληθωριστικής κρίσης η οποία έχει με τη σειρά της περιορίσει τις επενδύσεις σε νέα κοιτάσματα.
Σύμφωνα με το Bloomberg, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν πως τα προβλήματα στην ζήτηση θα περιορίσουν οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη αύξηση των τιμών πετρελαίου. Από την άλλη, οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως οι τιμές του πετρελαίου θα κυμανθούν άνω των $80/βαρέλι τα επόμενα χρόνια.
Το σοκ
Οι περασμένοι 18 μήνες της αγοράς πετρελαίου χαρακτηρίστηκαν από αυξημένη μεταβλητότητα και μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις φάσεις.
Η πρώτη περίοδος μεταβλητότητας ξεκίνησε λίγο πριν από την εισβολή στην Ουκρανία και αμέσως μετά από αυτή, τη στιγμή που οι τιμές του πετρελαίου άγγιξαν τα $120/βαρέλι τον Ιούνιο του 2022. Η κατάσταση αντιστράφηκε αμέσως μετά λόγω της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης που δημιουργήθηκε. Η τρίτη περίοδος ξεκίνησε στις αρχές του 2023, όταν το άνοιγμα της οικονομίας της Κίνας αύξησε τη ζήτηση. Παρ’ όλα αυτά, η τραπεζική κρίση του περασμένου μήνα σταμάτησε απότομα το ράλι αυτό.
Για τους περισσότερους εισαγωγείς, η περιορισμένη προσφορά πετρελαίου και οι υψηλότερες τιμές είναι κάτι το αρνητικό, αφού επιδεινώνουν τον πληθωρισμό. Για τους εξαγωγείς, τα πράγματα είναι, αντιθέτως, πολύ καλύτερα.
Οι ΗΠΑ εντάσσονται κάπου στο ενδιάμεσο. Ως σημαντική παραγωγός πετρελαίου, βγαίνει κερδισμένη από την αύξηση των τιμών. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα βγαίνει χαμένη λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών πετρελαϊκών.
Γεωπολιτικές συγκρούσεις
Παρά τις δεκαετίες συνεργασίας μεταξύ των Αμερικανών και των Σαουδαράβων οι οποίες ξεκίνησαν μετά από τη συνάντηση του Προέδρου Φράνκλιν Ρούσβελτ και του Βασιλιά Αμπντούλ Αζίζ Ιμπν Σαούντ το 1945, η ηγεσία της χώρας της Μέσης Ανατολής, όπως έχει αναφέρει, προσπαθεί να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα και δεν επηρεάζεται από τις διμερείς διπλωματικές σχέσεις. Παρ’ όλα αυτά, όπως ανέφερε και το στέλεχος του Center for Strategic and International Studies, Τζον Άλτερμαν, «οι Σαουδάραβες προσπαθούν να βρουν ένα hedge εναντίον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ την τελευταία δεκαετία».
Το 2020, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία, για παράδειγμα, βρέθηκαν εν μέσω ενός «εμπορικού πολέμου» όσον αφορά τις τιμές του πετρελαίου, στον οποίο διαμεσολάβησε ο Πρόεδρος Τραμπ. Ο καταλυτικός παράγοντας ο οποίος είχε δημιουργήσει την κόντρα εκείνη, δη η ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών πετρελαϊκών, δεν υφίσταται πια. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ και η γενικότερη οικονομική επιβράδυνση έχουν αναγκάσει πολλές από τις εταιρείες αυτές να περιορίσουν τις επενδύσεις τους σε νέα κοιτάσματα shale και να προσηλωθούν στην αποπληρωμή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών.
Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του ΟΠΕΚ+, από την άλλη, έχουν τους δικούς τους στόχους. Το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας χρειάζεται τιμές $70-$80/βαρέλι έτσι ώστε να μπορέσει να εξορθολογίσει τον ετήσιο προϋπολογισμό του και να επενδύσει τόσο στην ενεργειακή μετάβαση και την απαγκίστρωση από τους υδρογονάνθρακες, όσο και στον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Το κρατικό ταμείο πλούτου της Σ. Αραβίας σκοπεύει να ξοδέψει $40 δισ. ετησίως για την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας και τη κατασκευή της υπερσύγχρονης πόλης Neom στην έρημο, η οποία θα κοστίσει περίπου μισό τρισεκατομμύριο δολάρια εκτός των λοιπών επενδύσεων από το εξωτερικό. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, όμως, το βασίλειο έχει θέσει ως στόχο την τιμή των $100/βαρέλι για τη μεγιστοποίηση των εσόδων του.
Στη Ρωσία, ο Πούτιν βασίζεται στις αυξημένες τιμές του πετρελαίου για τη συνεχή χρηματοδότησης της πολεμικής του μηχανής. Σύμφωνα με τον αναλυτή του Bloomberg Economics, Αλεξάντερ Ισάκοφ, η τιμή των $100/βαρέλι θα εξορθολογίσει τον προϋπολογισμού του Κρεμλίνου.
Προς το παρόν, ο Λευκός Οίκος φαίνεται πως δεν πτοείται. Οι αναλυτές, όμως, υπογραμμίζουν τον κίνδυνο που ενδέχεται να προκαλέσει το σοκ της αύξησης των τιμών του πετρελαίου όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την επανεκλογή του Τζο Μπάιντεν το 2024.
Σύμφωνα με το οικονομικό μοντέλο του Bloomberg, το οποίο φέρει την ονομασία SHOK, η μειωμένη παραγωγή η οποία ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές του πετρελαίου στα $120/βαρέλι μέχρι το 2024, θα κρατήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ στο 4% μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου, σε αντίθεση με τις τρέχουσες εκτιμήσεις του 2,7%. Οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου αυτές είναι προφανές πως θα πλήξουν τη δημοτικότητα του Μπάιντεν και θα περιορίσουν τις πιθανότητες επανεκλογής του.
Παράλληλα, η δημιουργία ύφεσης στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη θα αυξήσει την πιθανότητα μετάδοσής της στον υπόλοιπο κόσμο. Εκτός, όμως, από την πιθανότητα δημιουργίας ύφεσης, το μερίδιο της οικονομίας των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ φαίνεται πως περιορίζεται σημαντικά, τη στιγμή που χώρες όπως Κίνα και Ινδία αποτελούν «κλειδί» για την ευρύτερη αγορά πετρελαίου λόγω της αυξημένης ζήτησής τους, ενώ στρέφονται κυρίως στη Ρωσία, το Ιράν και άλλες χώρες του ΟΠΕΚ με τις οποίες έχουν δημιουργήσει εξαιρετικές διπλωματικές σχέσεις.
Διαβάστε ακόμη
Δέκα έργα στον τουρισμό ύψους 1,5 δισ. ευρώ προς ένταξη στις στρατηγικές επενδύσεις
Uni Systems: Η «ναυαρχίδα» του Θεόδωρου Φέσσα στην πληροφορική (pic)