Μετά από την μεγάλη επιτυχία για την Ελλάδα η οποία «πάτησε» για τα καλά πια στην επενδυτική βαθμίδα, ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings διατήρησε την «αρνητική» προοπτική του όσον αφορά την πιστοληπτική ικανότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, προκαλώντας άλλον ένα «πονοκέφαλο» για τον πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ.
Σε ανακοίνωσή του την Παρασκευή, ο οίκος αξιολόγησης ανέφερε πως η αρνητική προοπτική του Η.Β. αντανακλά την αβεβαιότητα όσον αφορά την εξυγίανση των δημοσιονομικών της χώρας.
Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως η χώρα ενδέχεται να απωλέσει την αξιολόγηση του ΑΑ- και να εξαιρεθεί από την ομάδα των «επίλεκτων χωρών» η οποία συμπεριλαμβάνει κράτη όπως η Γαλλία, η Νότια Κορέα και η Ιρλανδία.
Πολλά στελέχη της βρετανικής κυβέρνησης ήλπιζαν πως η Fitch θα ακολουθούσε τα βήματα του οίκου Moody’s, ο οποίος μόλις πριν από ένα μήνα αναβάθμισε την προοπτική του Ηνωμένου Βασιλείου σε σταθερή από αρνητική, υποστηρίζοντας πως «η προβλεψιμότητα της βρετανικής πολιτικής έχει αποκατασταθεί μετά από τον καταστροφικό, περσινό μίνι-προϋπολογισμό της Λιζ Τρας και τις περικοπές ύψους 45 δισ. στερλίνων τις οποίες είχε ανακοινώσει».
Η απόφαση του οίκου Fitch είναι απογοητευτική για τον Σούνακ ο οποίος δέχεται αυξημένες πιέσεις από το ίδιο του το κόμμα, αφού απέτυχε να βελτιώσει τα ποσοστά των Συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις οι οποίες, πια, υποδεικνύουν ξεκάθαρη νίκη του κόμματος των Εργατικών το 2024.
Η Fitch προβλέπει πως η ανάπτυξη της χώρας το 2023 θα κυμανθεί στο 0,5%, ενώ υποστήριξε πως αναμένει ήπια ύφεση το 2024 με παράλληλη μείωση της ετήσιας ανάπτυξης στο 0,3%. Τόνισε πως το ποσοστό αυτό θα ανακάμψει το 2025, στο 1,8%, ενώ υποστήριξε πως το δημοσιονομικό έλλειμμα της κυβέρνησης θα αγγίξει το 5,4% του ΑΕΠ φέτος.
Σημειωτέον πως, όπως αναφέρει το Bloomberg, η κυβέρνηση Σούνακ έχει μεν αναλάβει δράση για τη σταθεροποίηση των βρετανικών δημοσιονομικών αλλά δεν έχει καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων.
Η απόφαση του οίκου Fitch, παράλληλα, αποτελεί και ένα είδος «κριτικής» σχετικά με τις πρόσφατες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών της χώρας Τζέρεμι Χαντ.
Προσπαθώντας να ενισχύσει τη δημοτικότητα των Συντηρητικών, ο Χαντ ανακοίνωσε τις μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις από την δεκαετία του 1980. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα μειωθεί κατά 2% του ΑΕΠ την επόμενη διετία, αλλά υπάρχουν αμφιβολίες όσο για το αν η κυβέρνηση θα μπορέσει να τηρήσει τη δέσμευσή της για μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας.
Η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη οικονομία του γκρουπ των G7, ενώ θα δυσκολευτεί να παραμείνει πιστή στις δεσμεύσεις της όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες.
Ένα άλλο αρνητικό στοιχείο για τα δημοσιονομικά της χώρας είναι το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους των 2,7 τρισ. στερλίνων, το 25% του οποίου συνδέεται με τον ρυθμό του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Ο υψηλός πληθωρισμός και τα υψηλά επιτόκια σημαίνουν πως το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους αυτού θα ξεπεράσει τα £100 δισ. ετησίως, τριπλάσιο ποσό από το αντίστοιχο του 2016.
Διαβάστε ακόμη
Τράπεζες: Ο «λογαριασμός» της διάσωσης και τα έσοδα του Δημοσίου από την αποεπένδυση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ