Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένεται να υποδεχτούν το νέο έτος με ελάχιστα μειωμένα κεφαλαιακά αποθέματα, κάτι το οποίο με τη σειρά του υποδηλώνει πως μπορούν να συνεχίσουν ως είχαν, παρά τις πρόσφατες αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών.
Οι κορυφαίες 10 τράπεζες της περιοχής οι οποίες έχουν γνωστοποιήσει τα κεφάλαια τα οποία θα πρέπει να έχουν ως απόθεμα βάσει των προαπαιτούμενων, έχουν σήμερα 141,8 δισ. ευρώ πάνω από το όριο αυτό, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg.
Το ποσό αυτό είναι συγκρίσιμο με τα περσινά 146,5 δισ. ευρώ, παρά την καταβολή δισεκατομμυρίων στους μετόχους τους από τότε.
Η δυνατότητα ανταμοιβής των επενδυτών των τραπεζών είναι ζωτικής σημασίας για έναν κλάδο ο οποίος έχει ταλαιπωρηθεί από τις χαμηλές αποτιμήσεις εδώ και πολλά χρόνια, ιδίως δεδομένου του ότι τα κέρδη από τα υψηλότερα επιτόκια έχουν αρχίσει να εξασθενούν και οι ρυθμιστικές αρχές θέλουν να προετοιμάσουν τις τράπεζες για δυσκολότερες εποχές.
Οι εντάσεις σχετικά με το θέμα αυτό κλιμακώθηκαν τα τελευταία χρόνια, καθώς ορισμένοι τραπεζίτες παραπονέθηκαν πως η ΕΚΤ ασκούσε υπερβολικό έλεγχο παρά την άρση της de facto απαγόρευσης των πληρωμών η οποία επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Τα δεδομένα των 10 τραπεζών αυτών υποδεικνύουν πως οι ρυθμιστικές αρχές ζητούν την αύξηση των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (CCyB), έτσι ώστε να προετοιμαστούν για την επιδείνωση της οικονομίας.
Η ΕΚΤ ανέβασε τον πήχη για μεμονωμένες τράπεζες στις οποίες ανακάλυψε ελλείψεις, ενώ ο μέσος όρος των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κλάδου αυξήθηκε σε υψηλά συγκρίσιμα με αυτά πριν την πανδημία.
Αν και οι τράπεζες σπάνια αναφέρονται στους λόγους στους οποίους βασίζονται οι απαιτήσεις της ΕΚΤ, το Bloomberg αποκάλυψε πρόσφατα πως η Credit Agricole SA κλήθηκε να προχωρήσει σε πρόσθετη κεφαλαιακή ενίσχυση του τομέα χρηματοδότησης των μοχλευμένων δραστηριοτήτων της.
Αρκετοί αξιωματούχοι οι οποίοι συμμετέχουν στο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ετοιμάζονται να ζητήσουν περαιτέρω χαλάρωση της πολιτικής πληρωμών το 2024. Υποστηρίζουν πως οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει η κεντρική τράπεζα ευθύνονται εν μέρει για τις σχετικά αρνητικές αποτιμήσεις των τραπεζών της Ευρωζώνης.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και υπό ενός χαλαρότερου καθεστώτος, οι τράπεζες δε θα μπορέσουν να προσφέρουν το σύνολο του πλεονάζοντος κεφαλαίου τους, αφού πρέπει να διατηρήσουν αρκετά κεφάλαια για την ικανοποίηση των πρόσθετων, μη γνωστοποιούμενων απαιτήσεων της ΕΚΤ. Παράλληλα, τείνουν να χρησιμοποιούν μέρος των χρημάτων τους για επενδύσεις.
Η BNP Paribas έχει το υψηλότερο επίπεδο πλεονάζοντος κεφαλαίου στον όμιλο, εν μέρει χάρη στα έσοδα από την πώληση αμερικανικής μονάδας της.
Χρησιμοποίησε μέρος των κεφαλαίων αυτών για την επαναγορά μετοχών ενώ ξοδεύει ακόμα περισσότερα για να αναπτυχθεί, να αναβαθμίσει την τεχνολογία της και να προχωρήσει σε μικρές εξαγορές.
Ακολουθώντας παρόμοια τακτική, η ING Groep NV έχει προσφέρει 21 δισ. ευρώ στους επενδυτές από το 2018 ενώ παράλληλα επενδύει στην ανάπτυξη και τη βελτίωση της λειτουργικότητάς της.
Σημειωτέον πως, για πρώτη φορά, η ΕΚΤ επιβάλλει επίσης πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά τον συντελεστή μόχλευσης, με πρώτους «στόχους» τις Societe Generale και Commerzbank AG.
Διαβάστε ακόμη
Μειώσεις στα επιτόκια: Η Λαγκάρντ ισχυρίζεται ότι δεν βιάζεται, αλλά οι αγορές δεν την… πιστεύουν
Ακίνητα: 6+1 αλλαγές από το 2024 – Τι θα ισχύει για μεταβιβάσεις και βραχυχρόνιες μισθώσεις
Χριστούγεννα 2023: Αυτοί είναι οι προορισμοί που επιλέγουν οι Έλληνες
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ