search icon

Bloomberg

Επιφυλακτικά τα αραβικά κεφάλαια για νέες επενδύσεις μετά το «Βατερλώ» της Credit Suisse

Οι επενδύσεις στις οποίες προχώρησαν οι χώρες του Περσικού Κόλπου έχουν, πια, αυξημένο βαθμό επικινδυνότητας - Η αναδιαμόρφωση των χαρτοφυλακίων τους και οι επόμενες κινήσεις

Όλο και πιο επιφυλακτικοί γίνονται σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις τους τα ταμεία της Μέσης Ανατολής, δεδομένων και των κλυδωνισμών που δημιούργησε η κρίση της Credit Suisse.

Τα κρατικά ταμεία πλούτου και άλλοι επενδυτές της περιοχής ανησυχούν για τους κλυδωνισμούς στις αγορές οι οποίοι απέσβεσαν $1 δισ. από την αξία του μεριδίου της Saudi National Bank στην ελβετική τράπεζα, σύμφωνα με τους αναλυτές. Η κρίση αυτή επιταχύνει τη μεταβολή των επενδύσεων των ταμείων αυτών σε τομείς όπως η τεχνολογία και η υγεία. 

Οι πρόσφατες απώλειες της Credit Suisse υποδεικνύουν τις ευάλωτες επενδύσεις στις οποίες προχώρησαν οι επενδυτές του Περσικού Κόλπου κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Δεδομένης της αυξημένης ρευστότητας μετά από το περσινό ράλι των τιμών του πετρελαίου, οι μεσανατολίτες επενδυτές είχαν αρχίσει να μελετούν deals με ξένες τράπεζες. Οποιαδήποτε αλλαγή της στρατηγικής αυτής τώρα, θα αποτελέσει πλήγμα για το διεθνές τραπεζικό σύστημα. 

«Υπάρχουν μακροχρόνια ερωτήματα τα οποία εγείρονται όσον αφορά τις επενδύσεις αυτές από το 2008 και ύστερα. Η κρίση της Credit Suisse θα κάνει τους επενδυτές ακόμη πιο επιφυλακτικούς», τόνισε ο αναλυτής της Eurasia Group, Αϊχάμ Καμέλ, προσθέτοντας πως «η κατάσταση με την Credit Suisse ενδέχεται να οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση των επενδύσεων πολλών ταμείων πλούτου του Περσικού Κόλπου».

Σε παρόμοια κίνηση έχει προχωρήσει η μακροπρόθεσμη επενδυτής της Credit Suisse, Qatar Investment Authority η οποία μελετά εκ νέου την έκθεσή της και το γενικότερο χαρτοφυλάκιό της δεδομένης της κρίσης. Η QIA, πάντως, δεν έχει άμεσα σχέδια για να μειώσει τα τραπεζικά της assets ενώ θεωρεί πως η τρέχουσα κρίση αποτελεί ευκαιρία επαναδιαπραγμάτευσης των επενδύσεών της.

Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Μέσης Ανατολής μελετούν, επίσης, τη χρήση του πετρελαίου ως «όπλο» στην εξαγορά μεγαλύτερου μεριδίου του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος.

Η First Abu Dhabi Bank PJSC μελετά πρόταση εξαγοράς σε μετρητά για την Standard Chartered Plc ύψους $30 δισ. με $35 δισ., σύμφωνα με το Bloomberg.

Πριν την κατάρρευση και διάσωση της Credit Suisse, η Σαουδική Αραβία μελετούσε σχέδιο επέκτασης της Saudi National Bank στη διεθνή σκηνή μέσω εξαγορών ξένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εταιρειών.

Αντί, όμως, για την ενίσχυση των σχεδίων αυτών, η επιλογή του επικεφαλής της τράπεζας Αμάρ Αλ Κουντάιρι να μην υποστηρίξει την ελβετική τράπεζα με περαιτέρω χρηματοδότηση οδήγησε στη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση των μετοχών τράπεζας από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.

Σύμφωνα με τον αναλυτή της Citigroup, Ραούλ Μπαζάζ, «αν και η Saudi National Bank ενδέχεται να επενδύσει σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ελπίζουμε πως θα το κάνει προσεκτικά».

Oι πλούσιες αυτές τράπεζες της Μέσης Ανατολής υποστηρίζουν τις παγκόσμια συστημικές τράπεζες όπως την Credit Suisse εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δεν έχουν και τα ανάλογα κέρδη άλλων επενδυτών. Η επένδυση της Mitsubishi UFJ ύψους $9 δισ. στη Morgan Stanley κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της έχει αποφέρει κέρδη $25 δισεκατομμυρίων. Ο Γουόρεν Μπάφετ υπερτριπλασίασε την αρχική του επένδυση των $5 δισ. στην BofA το 2012. 

Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα κρατικά ταμεία πλούτου του Άμπου Ντάμπι, του Κατάρ και του Κουβέιτ επένδυσαν $69 δισ. σε εταιρείες όπως Barclays, Merrill Lynch και Citigroup, σύμφωνα με την Global SWF. 

«Από τότε», σύμφωνα με τον αναλυτή του ΙΕ University, Χαβιέ Καπαπέ, «οι σχέσεις τους με τα ιδρύματα αυτά έχουν περιπλακεί».

Τόσο η Citigroup όσο και η Barclays είχαν προσεγγίσει τα funds του Άμπου Ντάμπι κατά τη διάρκεια της κρίσης εκείνης, οδηγώντας σε πολύπλοκες δικαστικές διαμάχες. Η Abu Dhabi Investment Authority επέλεξε την αγορά του 4,9% της Citigroup το 2007, λίγο πριν τη μείωση της αξίας της επένδυσής της λόγω της προσφοράς επιπλέον μετοχών, κάτι το οποίο οδήγησε σε νομικές διαμάχες.

Η αξία των μετοχών της Deutsche Bank, παράλληλα, έχει μειωθεί στο ήμισυ της αρχικής από το 2014 όταν το Κατάρ επένδυσε στην τράπεζα. Η Barclays, από την πλευρά της, είχε διερευνηθεί για την αποπληρωμή ποσού χρημάτων σε επενδυτικά οχήματα από το Κατάρ εν μέσω της οικονομικής κρίσης.

Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι όλες οι επενδύσεις αποτυχημένες. Η σχέση της QIA με την Credit Suisse διήρκησε 15 χρόνια και το ταμείο πλούτου της χώρας της Μέσης Ανατολής βγήκε σχετικά κερδισμένο από τις κινήσεις των ρυθμιστικών αρχών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008. Εάν, όμως, αντ’ αυτού η QIA είχε επενδύσει τα $8 δισεκατομμύρια που επένδυσε στην ελβετική τράπεζα στον S&P 500 ή τον Stoxx 600 θα είχε κέρδη δεκάδων δισεκατομμυρίων.

Η Kuwait Investment Authority πούλησε το ποσοστό της στη Citigroup το 2009 για $4,1 δισ. με τελικό κέρδος πάνω από $1 δισ. Παράλληλα, το 2013, ο Σεΐχης του Άμπου Ντάμπι, Μανσούρ μπιν Ζαγέντ Αλ Ναχιάν πούλησε το μερίδιό του στη Barclays.

Παρά την πιθανότητα απωλειών, ο Καπαπέ τονίζει πως τα κρατικά ταμεία αυτά μπορεί να μην προσεγγίζουν τις επενδύσεις αυτές μόνο από χρηματοοικονομική άποψη, αφού ρόλο παίζουν και τα μακροπρόθεσμα σχέδιά τους για επέκταση της οικονομικής και γεωπολιτικής τους επιρροής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, τα ταμεία αυτά μπορεί να πέσουν στην παγίδα διάσωσης προβληματικών τραπεζών έτσι ώστε να στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας στην περιοχή και να προκαλέσουν επενδυτικό ενδιαφέρον.

Διαβάστε ακόμα:

Exit mobile version