Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ άρχισε ήδη να παρουσιάζει τη στρατηγική της κεντρικής τράπεζας από τον Ιούλιο όταν φάνηκε πως θα είχε την υποστήριξη των Γερμανών.
Η σύμπνοια απόψεων με την καθ’ όλα συντηρητική Bundesbank και τον επικεφαλής της Γενς Βάιντμαν, της έδωσε και τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών αντί για περαιτέρω αντιπαράθεση μεταξύ των ρυθμιστών της ευρωζώνης.
Η σύμπλευση αυτή των δύο κεντρικών τραπεζών διαφέρει πολύ από τις συγκρούσεις που είχαν μεταξύ τους στο παρελθόν, επιδεικνύοντας μια νέα εποχή συνεργασίας στην ευρωπαϊκή οικονομική ζώνη.
«Υπάρχει μια σχετική ειρήνευση των σχέσεων των δύο τραπεζών, καλύτερη συνεργασία και αναγνώριση της σημασίας για σύμπλευση απόψεων», ανέφερε ο Γκούντραμ Βολφ του think tank Bruegel των Βρυξελλών. «Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ της συντηρητισμού και της αντίθεσης στην ιδέα του ευρώ».
Η άνοδος της Λαγκάρντ στον ανώτατο θώκο της ΕΚΤ και η διαφορά της στρατηγικής της σε σχέση με τον προκάτοχό της Μάριο Ντράγκι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην αναδιαμόρφωση των σχέσεων των δύο κεντρικών τραπεζών. Η Λαγκάρντ επίσης αναγνωρίζει πως η προάσπιση της ιδέας του ευρώ παίζει τεράστιο ρόλο, ιδιαίτερα πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας που θα λάβουν χώρα τον Σεπτέμβριο.
Το πρώτο “στοίχημα” για τη συνεργασία αυτή θα αποτελέσει και η συνάντηση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ αύριο Πέμπτη, το οποίο θα αποφασίσει για τις μελλοντικές νομισματικές πολιτικές της ευρωζώνης.
Νέα στρατηγική
Η στρατηγική που αποκάλυψε η Λαγκάρντ την 8η Ιουλίου συμπεριλαμβάνει νέο, υψηλότερο πληθωριστικό στόχο στο 2% και ελαστικότητα όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις θα μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στις υποχωρήσεις του Βάιντμαν ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύσταση του προγράμματος.
«Δεν προσπαθούμε να επιβάλλουμε χαμηλότερα ή υψηλότερα επιτόκια» ανέφερε ο Βάιντμαν μετά την ανακοίνωση της Λαγκάρντ, υπογραμμίζοντας πως «αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα».
Η Βundesbank επίσης οδήγησε σε αλλαγή της στρατηγικής της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής μέσω της διαχείρισης των ισολογιστικών ρίσκων αντί για τις πιο ριζικές λύσεις που είχαν μέχρι πρότινος προταθεί. Το αποτέλεσμα ήταν μία λιγότερο παρεμβατική νομισματική στρατηγική η οποία όμως υπογραμμίζει και τον ρόλο της ΕΚΤ στα τεκταινόμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
«Χαίρομαι που η ΕΚΤ δεν προχώρησε σε ολική αναδιαμόρφωση της στρατηγικής της», ανέφερε ο Οτμαρ Ισινγκ, πρώην στέλεχος της Bundesbank και της EKT. «Η αλλαγή του πληθωριστικού στόχου στο 2% ήταν η σωστή επιλογή. Η επικέντρωση στους μεσοπρόθεσμους στόχους είναι σημαντική», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αντιθέτως, ο Γιούργκεν Σταρκ, πρώην αντιπρόεδρος της Bundesbank υποστηρίζει πως «έχω τις αμφιβολίες μου πως αυτός ο νέος στόχος θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα εάν η ΕΚΤ επιμείνει σε μεγαλύτερη ελαστικότητα. Η σαφήνεια και η ελαστικότητα είναι αντίθετες έννοιες και στη χειρότερη των περιπτώσεων, αυτή η αντίθεση πλήττει την αξιοπιστία του θεσμού».
Αυτές οι αντιδιαμετρικά αντίθετες απόψεις υποδεικνύουν και τα προβλήματα της Bundesbank εδώ και δεκαετίες, ενώ αναδεικνύουν και τα πιθανά εμπόδια που θα καλείτο να αντιμετωπίσει η Λαγκάρντ εάν δεν είχε έρθει σε συμφωνία με τους Γερμανούς.
Στο παρελθόν είχαν υπάρξει συγκρούσεις όσον αφορά στο πρώτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων δημοσίου από την ΕΚΤ το 2011, με τους Αξελ Βέμπερ και Γιούργκεν Σταρκ να παραιτούνται από την ΕΚΤ.
Ο Βάιντμαν έχει πολλάκις αναφέρει πως «η παραίτηση δεν είναι του στυλ μου». O Γερμανός είχε γίνει το «αγκάθι στο πλευρό» του Μάριο Ντράγκι, με τον Ιταλό να κατηγορεί τον επικεφαλής της Bundesbank πως «λέει όχι στα πάντα». Ο Βάιντμαν είχε, επίσης, καταθέσει στο δικαστήριο ενάντια της πολιτικής του «whatever it takes» στις προσπάθειες για τον περιορισμό των πληγών της οικονομικής κρίσης της Ευρωζώνης, υπογραμμίζοντας πως «η κεντρική τράπεζά μου είναι η πιο σημαντική της ευρωζώνης και όχι μία μεταξύ ομοίων».
Αυτού του είδους οι συγκρούσεις είχαν δημιουργήσει και το στερεότυπο της «κακιάς» και «ορθόδοξης» Bundesbank. Τα στελέχη της κεντρικής τράπεζας στο παρελθόν,πάντως, είχαν λάβει μέρος στη δημιουργία ελαστικών πολιτικών για τη διαχείριση της ρευστότητας και του πληθωρισμού, ενώ είχαν «παίξει» και με το QE τη δεκαετία του ‘70.
Η Λαγκάρντ γνωρίζει πως μια συμφωνία όσον αφορά τη γενική στρατηγική δεν σημαίνει και συμφωνία όσον αφορά την εφαρμογή της. Την προηγούμενη εβδομάδα ανέφερε στους Financial Times πως οι αποφάσεις δε θα είναι ομόφωνες.
Διαβάστε ακόμη:
Cosco: Έδωσε παραγγελία για τη ναυπήγηση 10 container vessels αξίας 1,5 δισ. ευρώ
Apple: «Φρένο» στην επιστροφή των εργαζομένων στα γραφεία λόγω της αύξησης των κρουσμάτων
Συμφωνία ύψους $3,2 δισ. για την εισαγωγή της ιταλικής Ermenegildo Zegna στο χρηματιστήριο μέσω SPAC