Η πιθανή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αυτή την εβδομάδα να μειώσει για δεύτερη φορά το κόστος δανεισμού θα έρθει με μια μάλλον τεχνική ανατροπή αυτή τη φορά. Ενώ αναμένεται μείωση του βασικού επιτοκίου καταθέσεων στη συνεδρίαση της Πέμπτης κατά ένα τέταρτο της μονάδας,  δύο άλλα επιτόκια θα μειωθούν κατά πολύ λιγότερο.

Η κίνηση αυτή αποσκοπεί στο να “λαδώσει” τους τροχούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ξεκαθαρίζουν τις μεγάλης κλίμακας τοποθετήσεις ομολόγων και τα μακροπρόθεσμα δάνεια. Με την προσαρμογή της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού, επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι η ΕΚΤ διατηρεί τον έλεγχο των συνθηκών της αγοράς καθώς ο ισολογισμός της συρρικνώνεται.

Ποια είναι η ρύθμιση αυτή τη στιγμή;

Το επιτόκιο καταθέσεων βρίσκεται επί του παρόντος στο 3,75%. Το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης με το οποίο οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν χρήματα για μια εβδομάδα ή τρεις μήνες είναι μισή μονάδα υψηλότερα στο 4,25%, ενώ το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης – μια έκτακτη διευκόλυνση μίας ημέρας – είναι στο 4,5%.

Οι ασύμμετρες διαφορές μεταξύ των τριών δεικτών είναι κληρονομιά της εποχής του αρνητικού κόστους δανεισμού της ΕΚΤ. Για να καταπολεμήσουν τον αποπληθωρισμό και να τονώσουν την οικονομία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μείωσαν το επιτόκιο καταθέσεων κάτω από το μηδέν, ενώ δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο με τα άλλα δύο.

Τι πρόκειται να αλλάξει;

Η ΕΚΤ πρόκειται να συρρικνώσει τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου καταθέσεων και του βασικού επιτοκίου αναχρηματοδότησης – από 50 μονάδες βάσης σε 15. Η διαφορά μεταξύ του τελευταίου και του επιτοκίου οριακής χρηματοδότησης θα παραμείνει αμετάβλητη στις 25 μονάδες βάσης.

Εάν το αποτέλεσμα συμφωνεί με αυτό που αναμένουν ευρέως οι παρατηρητές, τα επιτόκια θα πέσουν στο 3,5%, 3,65% και 3,9%, αντίστοιχα. Ως συνήθως, οι αλλαγές των επιτοκίων θα ισχύουν την Τετάρτη που ακολουθεί την επίσημη απόφαση.

Είναι αυτό που πρόκειται να συμβεί πρόσθετη χαλάρωση της πολιτικής;

Όχι. Το κόστος δανεισμού της αγοράς παρακολουθεί τις μεταβολές στο επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ.

Οι αλλαγές στα άλλα δύο επιτόκια που υπερβαίνουν τις 25 μονάδες βάσης θεωρούνται τεχνικές προσαρμογές που είναι απαραίτητες για να ανταποκριθούν στις αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στη νομισματική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Είναι το αποτέλεσμα μιας 15μηνης αναθεώρησης του λειτουργικού πλαισίου του ιδρύματος και ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο.

Ο τραπεζικός δανεισμός από την ΕΚΤ ήταν χαμηλός τα τελευταία χρόνια, οπότε οι επιπτώσεις αυτής της κίνησης στις συνολικές συνθήκες χρηματοδότησης θα είναι μικρές. Η τρέχουσα απορρόφηση των εβδομαδιαίων προσφορών ανέρχεται σε περίπου 2 δισ. ευρώ, ενώ τα ανεξόφλητα δάνεια τρίμηνης διάρκειας ανέρχονται σε περίπου 10 δισ. ευρώ.

Γιατί η ΕΚΤ αλλάζει το περιθώριο μεταξύ των επιτοκίων της;

Από τότε που η ΕΚΤ ξεκίνησε τις αγορές ομολόγων μεγάλης κλίμακας το 2015 και η ρευστότητα ήταν διαθέσιμη σε υπερβολικό βαθμό, τα επιτόκια της αγοράς μίας ημέρας παρακολουθούσαν το επιτόκιο καταθέσεων. Αλλά εδώ και λίγο καιρό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν επανεπενδύουν τα έσοδα όλων των ομολόγων που λήγουν. Τα μακροπρόθεσμα δάνεια λήγουν επίσης, οπότε ο ισολογισμός έχει συρρικνωθεί αρκετά γρήγορα.

Η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί καθώς οι αξιωματούχοι θα προχωρούν στην κατάργηση των κινήτρων της εποχής της κρίσης. Θα έρθει η στιγμή που η ρευστότητα δεν θα είναι πλέον διαθέσιμη σε αφθονία και οι τράπεζες – ελλείψει νέων αγορών περιουσιακών στοιχείων – θα πρέπει να αρχίσουν να δανείζονται ξανά. Η μεταβλητότητα των αγορών είναι μια πολύ πιθανή παρενέργεια.

Ο κύριος στόχος των φορέων χάραξης πολιτικής είναι να διατηρήσουν αυτές τις διακυμάνσεις στο ελάχιστο. Η μείωση της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων με τα οποία οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν από την ΕΚΤ και να «παρκάρουν» χρήματα σε αυτήν περιορίζει επίσης το χάσμα μεταξύ του οποίου πιθανότατα θα κινηθούν τα επιτόκια της αγοράς μίας ημέρας. Καμία τράπεζα δεν θα δέχεται λιγότερα από το επιτόκιο καταθέσεων ή δεν θα πληρώνει για κεφάλαια περισσότερα από το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης, σε συναλλαγές με τους εταίρους της.

Είναι αυτή η τελευταία λέξη για το πώς θα ασκείται η πολιτική στο μέλλον;

Πιθανότατα όχι. Προτού η ΕΚΤ ανακοινώσει τις επερχόμενες αλλαγές, οι αξιωματούχοι είχαν μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το αν θέλουν να συνεχίσουν να λειτουργούν σε ένα σύστημα όπου οι τράπεζες έχουν περισσότερη ρευστότητα από ό,τι τεχνικά χρειάζονται – ή αν θέλουν να επιστρέψουν στο καθεστώς στενής νομισματικής πολιτικής που ίσχυε πριν από τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση, όπου τα κεφάλαια είχαν προσεκτική διαχείριση. Οι απόψεις διίστανται έντονα, με τους αξιωματούχους από το νότο να τάσσονται περισσότερο υπέρ του πρώτου. Άλλοι φάνηκε να προτιμούν τη δεύτερη επιλογή της αυστηρά περιορισμένης ρευστότητας.

Αφήνοντας την τελική απάντηση για κάποια άλλη στιγμή, αποφάσισαν να διατηρήσουν προς το παρόν το σημερινό σύστημα όπου η πλεονάζουσα ρευστότητα διατηρεί τα επιτόκια της αγοράς κοντά στο επιτόκιο καταθέσεων. Καθώς ο ισολογισμός συρρικνώνεται στο μέλλον, οι τράπεζες θα έχουν μεγαλύτερη ευθύνη να αποφασίζουν πόση ρευστότητα χρειάζονται για να λειτουργήσουν.

Είναι πιθανό οι τράπεζες να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους;

Ο δανεισμός από την ΕΚΤ θα γίνει συγκριτικά φθηνότερος, ένα πιθανό κίνητρο για τις τράπεζες να συμμετέχουν σε τακτικές δανειοδοτήσεις.
Ταυτόχρονα, υπάρχει περιθώριο για τις τράπεζες να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ώστε να εξοικονομούν μικρό μέρος των τόκων όταν δανείζονται και δανείζουν κεφάλαια.

Ποιο πιστεύουν οι αγορές ότι θα είναι το αποτέλεσμα;

Ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος στην αγορά είναι πιθανό να είναι περιορισμένος, εν μέρει επειδή η αλλαγή επισημάνθηκε νωρίτερα φέτος. Συν τοις άλλοις, η πλεονάζουσα ρευστότητα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, άνω των 3 τρισ. ευρώ (έναντι περίπου 1,7 τρισ. ευρώ πριν από την πανδημία), γεγονός που περιορίζει την ανάγκη για εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

Όταν ο αγώνας για ρευστότητα κορυφωθεί, η βασική αγορά που θα πρέπει να παρακολουθείται θα είναι τα ρέπος, όπου οι τράπεζες μπορούν να δεσμεύουν εξαιρετικά ασφαλείς εξασφαλίσεις με αντάλλαγμα μετρητά από τους ομολόγους τους. Το επιτόκιο repo μίας ημέρας για ρευστότητα που εξασφαλίζεται από μια ομάδα γερμανικών ομολόγων είναι σήμερα λίγο κάτω από το 3,75% -όπου βρίσκεται σήμερα το επιτόκιο καταθέσεων- σύμφωνα με τα στοιχεία RepoFunds Rates Benchmark της CME Group.

Διαβάστε ακόμη 

Κοντόπουλος (ΕΧΑΕ): Τι φέρνει η αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές – Άνοιγμα σε νέους ηλικιακά επενδυτές

Καλώδιο: Σήριαλ δίχως τέλος – Xωρίς συμφωνία οι μαραθώνιες διαπραγματεύσεις για την ηλεκτρική διασύνδεση

Στο στόχαστρο της Εφορίας οι TikTokers που… εισπράττουν

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ