Παρά τις προσπάθειες πολλών χωρών για αποδολαριοποίηση τα τελευταία χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν προσελκύσει σχεδόν το ένα τρίτο όλων των διεθνών επενδύσεων μετά από την πανδημία.
Μια ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το Bloomberg News υποδεικνύει ότι το μερίδιο των παγκόσμιων ροών έχει αυξηθεί -και δεν έχει μειωθεί- από τότε που η έλλειψη δολαρίων το 2020 τρόμαξε τους παγκόσμιους επενδυτές και το πάγωμα των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων το 2022 πυροδότησε ερωτήματα σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων.
Παρ’ όλη την ανησυχία για την κυριαρχία του δολαρίου, η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών αποδείχθηκε σημαντικός πόλος έλξης για τους διεθνείς επενδυτές.
Οι ΗΠΑ προσέλκυσαν επίσης ένα νέο κύμα άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) χάρη σε κίνητρα δισεκατομμυρίων δολαρίων στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών του προέδρου Τζο Μπάιντεν για την τόνωση των τομέων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και παραγωγής ημιαγωγών.
Η τάση αυτή σηματοδοτεί μια σημαντική μετατόπιση από τα προ-πανδημικά στάνταρ, όταν τα κεφάλαια εισέρρεαν στις αναδυόμενες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της ταχέως αναπτυσσόμενης Κίνας. Ο κύριος γεωπολιτικός αντίπαλος των ΗΠΑ είδε το μερίδιό του στις ακαθάριστες εισροές ξένων επενδύσεων να μειώνεται περισσότερο από το 50% από τότε που ξέσπασε η πανδημία.
Παρ’ όλα αυτά, με τον Ντόναλντ Τραμπ να δεσμεύεται να αντιστρέψει τα βασικά στοιχεία των «Bidenomics» αν κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να σηματοδοτεί ότι θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια αργότερα φέτος, τα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ μπορεί να μην διαρκέσουν.
Το μερίδιο της Κίνας όσον αφορά τις ακαθάριστες διεθνείς κεφαλαιακές ροές ανήλθε στο 3% κατά την περίοδο 2021-2023, από περίπου 7% τη δεκαετία πριν το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ.
Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν το γιατί ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και τα στελέχη της κυβέρνησής του αγωνίζονται εδώ και αρκετό καιρό να αναζωογονήσουν το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για τη χώρα. Ο Σι προετοιμάζεται επίσης για ένα συνέδριο του κινεζικού πολιτμπιρό, όπου αναμένονται νέα μεταρρυθμιστικά βήματα τα οποία ενδεχομένως θα μεταβάλουν το αφήγημα των επενδυτών για την Κίνα.
Τα επικαιροποιημένα στοιχεία του Απριλίου υπέδειξαν ότι οι υπερπόντιες επενδύσεις στην Κίνα επιβραδύνθηκαν για τέταρτο συνεχόμενο μήνα. Η οικονομική δυναμική των ΗΠΑ, αντίθετα, έχει προσελκύσει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του παγκόσμιου κεφαλαίου. Η Παγκόσμια Τράπεζα αύξησε την πρόβλεψή της για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2024, λόγω της ισχυρής οικονομίας των ΗΠΑ. Τα στοιχεία του ΔΝΤ υποδεικνύουν ότι, σε καθαρή βάση, οι ΗΠΑ κατέγραψαν εισροές ύψους περίπου 1,5% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2021-23.
Για τις αναδυόμενες αγορές που χρειάζονται περισσότερα διεθνή κεφάλαια για να πλησιάσουν τις ανεπτυγμένες οικονομίες, όμως, η κατάσταση δεν είναι ιδανική. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι αναδυόμενες αγορές κατέγραψαν εκροή καθαρών κεφαλαίων τα τελευταία χρόνια, για δεύτερη μόλις φορά από το 2000. Πέρυσι, οι ακαθάριστες άμεσες ξένες επενδύσεις στις αναδυόμενες αγορές ήταν μόλις 1,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους, το χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του αιώνα.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Fed σηματοδότησαν πρόσφατα την πιθανή έναρξη του κύκλου μείωσης των επιτοκίων έως το τέλος του έτους. Αυτό θα μπορούσε να περιορίσει την ελκυστικότητα των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων με υψηλότερη απόδοση για τους επενδυτές σταθερού εισοδήματος.
Η αύξηση του χρέους έχει επίσης προκαλέσει ανησυχία ότι οι ΗΠΑ οδεύουν προς έναν αναπόφευκτο δημοσιονομικό γκρεμό. Αυτό απειλεί ορισμένους από τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ είναι ελκυστικές για τους επενδυτές, σύμφωνα με το στέλεχος της PWC Αλέξις Κρόου, συμπεριλαμβανομένης της φήμης των αμερικανικών ομολόγων δημοσίου ως «ασφαλές καταφύγιο» για τους επενδυτές.
Τα πάντα επισκιάζει η πολιτική διχόνοια στις ΗΠΑ η οποία δημιουργεί ανησυχίες για τον σεβασμό των εκλογικών αποτελεσμάτων, το κράτος δικαίου και τον ρόλο των κυβερνητικών θεσμών, σύμφωνα με την Γκρέις Φαν της TS Lombard.
«Από θεσμική άποψη, το μεγάλο ερώτημα που τίθεται τόσο για τους ξένους επενδυτές όσο και για τους Αμερικανούς, είναι αν το κράτος δικαίου θα συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς προβλήματα κατά την επόμενη προεδρική θητεία», δήλωσε η ίδια. «Αυτό αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για τη διατήρηση επαρκούς εμπιστοσύνης των επενδυτών στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, σε μια εποχή που η προσπάθεια για την απο-δολαριοποίηση αποκτά σιγά-σιγά μεγαλύτερη έλξη».
Διαβάστε ακόμη
Σε ποια εταιρεία μειώνει τη συμμετοχή της η Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ
Κρατικός Προϋπολογισμός: Υπερπλεόνασμα 2,35 δισ. ευρώ στο πεντάμηνο
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ