Η κυβέρνηση συνασπισμού της Ιταλίας είναι έτοιμη να εισέλθει σε μια κρίσιμη εβδομάδα όπου θα πρέπει να εγκριθεί ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους, διαιρεμένη όπως πάντα.
Η κυβέρνηση συνεργασίας του κινήματος Πέντε Αστέρων με το Δημοκρατικό Κόμμα πρόκειται να παρουσιάσει σχέδιο προϋπολογισμού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι τις 15 Οκτωβρίου, πριν την τελική έγκριση η οποία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέχρι το τέλος του έτους. Ωστόσο, ενώ έχουν στη διάθεσή τους λιγότερες από 48 ώρες, οι δύο κυβερνητικοί εταίροι συνεχίζουν να συγκρούονται με ορισμένα στοιχεία που έχουν δεσμευτεί να συμπεριλάβουν στο σχέδιο των 29 δισ. ευρώ (32 δισ. δολάρια), όπως ανέφερε η εφημερίδα La Repubblica.
Τα σημεία διαφωνίας περιλαμβάνουν την υποστήριξη του εισοδήματος για τις οικογένειες με παιδιά, τις αλλαγές στις συντάξεις και την εισαγωγή του ελάχιστου μισθού.
Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να επιτύχει συμβιβασμό στους κόλπους της ως προς αυτά τα σημεία πριν από τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, οπότε θα πρέπει να δοθεί η έγκριση του σχεδίου προϋπολογισμού, ανέφερε το πρακτορείο Ansa. «Οι επόμενες μέρες θα είναι πολύ έντονες», ανέφερε ο πρωθυπουργός Giuseppe Conte, σε δήλωσή του αργά το Σάββατο.
Ο υπουργός Οικονομικών Roberto Gualtieri καταβάλλει προσπάθειες για συμβιβασμό γύρω από τον προϋπολογισμό που αποσκοπεί στη συγκράτηση του ελλείμματος σε επίπεδο αποδεκτό από τους εταίρους της ΕΕ, αποφεύγοντας παράλληλα την αυτόματη αύξηση του φόρου πωλήσεων που θα μπορούσε να θέσει την οικονομία σε κίνδυνο στασιμότητας.
Η εξουδετέρωση της αύξησης του φόρου θα απορροφήσει 23 δισ. ευρώ του συνολικού προϋπολογισμού, αφήνοντας περιορισμένο περιθώριο για άλλα μέτρα για την τόνωση της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Ο κ. Conte επανέλαβε το Σάββατο ότι η κυβέρνηση θα διαθέσει επαρκείς πόρους, προκειμένου να αποφύγει τη φορολογική αύξηση, σύμφωνα με το πρακτορείο Ansa.
Η Ρώμη έχει θέσει ως στόχο το έλλειμμα για το 2020 να μείνει στο 2,2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, δηλαδή στην αρχική πρόβλεψη, γεγονός που θα επιδεινώσει το διαρθρωτικό έλλειμμα κατά 0,1 της εκατοστιαίας μονάδας στο επόμενο έτος.