search icon

Bloomberg

Τα «φαντάσματα» του 2012 ακόμη κυνηγούν την Ευρώπη και την ΕΚΤ

Η ΕΚΤ και η Κριστίν Λαγκάρντ συνεχίζουν να δέχονται κριτική για το ότι καθυστέρησαν σημαντικά στη λήψη αποφάσεων, επιτρέποντας στον πληθωρισμό να σκαρφαλώσει στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών

Deja vu. Αυτό είναι που βιώνει τις τελευταίες εβδομάδες η Ευρώπη. Μόλις πριν έναν χρόνο ακριβώς, η Κριστίν Λαγκάρντ διαβεβαίωνε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη, μέσω της πρόωρης απόσυρσης της νομισματικής στήριξης. 

Η συγκεκριμένη αναφορά σχετιζόταν με την απόφαση της Φρανκφούρτης το 2011 να ξεκινήσει τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων. Αργότερα έγινε σαφές ότι εκείνη η απόφαση ήταν κάτι παραπάνω από πρώιμη. Τα όσα ακολούθησαν αποτελούν ήδη ιστορία. Ο Μάριο Ντράγκι ανέλαβε τα ηνία της ΕΚΤ και ξεκίνησε τη μείωση των επιτοκίων, προτάσσοντας το περίφημο «whatever it takes» («θα κάνω ό,τι χρειαστεί για την προστασία του ευρώ»). 

Σήμερα, η ΕΚΤ και η Κριστίν Λαγκάρντ δέχονται κριτική για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Ότι, δηλαδή, όχι απλώς δεν έδρασαν πρόωρα, αλλά καθυστέρησαν σημαντικά, επιτρέποντας στον πληθωρισμό να σκαρφαλώσει στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών.  Φυσικά, το πάθημα του 2011 «έπαιξε» τον δικό του ρόλο στις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας. 

Στη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου, η ΕΚΤ ξεκίνησε έναν νέο κύκλο αυξήσεων, ο οποίος αναμένεται να διαρκέσει έως το επόμενο έτος. Η πρώτη παρέμβαση ήταν 50 μονάδων βάσης, ενώ θα ακολουθήσουν κι άλλες από τον προσεχή Σεπτέμβριο. 

Γιατί η Ευρώπη καθυστέρησε

Η ΕΚΤ αποτελεί μία από τις τελευταίες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, οι οποίες προχώρησαν σε αύξηση επιτοκίων. Άλλωστε, με τον πληθωρισμό να βρίσκεται στο 8,6% και τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για περαιτέρω άνοδο το επόμενο διάστημα, ο κίνδυνος να χαθεί ο έλεγχος φαντάζει ολοένα και πιο πιθανός.  

Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για το 2023 αναφέρουν ότι ο ετήσιος δείκτης τιμών θα διατηρηθεί κατά μέσο όρο στο 4%, παρότι τον Ιούλιο διαμορφώθηκε στο 8,9% και ενώ ο διακηρυγμένος στόχος της ΕΚΤ είναι το 2%.  

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία ήδη να τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, μέσω των υψηλότερων τιμών σε ενέργεια, λιπάσματα και τρόφιμα, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ καλούνται να αντιμετωπίσουν τόσο τον αντίκτυπο της υποχώρησης του ευρώ (αυξάνει το εισαγόμενο κόστος), όσο και την πιθανότητα η Ρωσία να διακόψει τις ροές φυσικού αερίου.  

Συνολικά 22 από τους 28 αναλυτές του Bloomberg, σε πρόσφατη έρευνα, υποστήριξαν ότι η ΕΚΤ έχει καθυστερήσει να προχωρήσει σε σύσφιγξη νομισματικής πολιτικής, Επίσης, εκτίμησαν ότι η κεντρική τράπεζα δεν πρόκειται να εξετάσει μια μεγάλη αύξηση των 75 μονάδων βάσης, όπως για παράδειγμα έκανε η Federal Reserve.

Οι ιθύνοντες της ΕΚΤ σκέφτονται διπλά και τριπλά την υλοποίηση μιας πιο επιθετικής προσέγγισης, εξαιτίας των αυξανόμενων προειδοποιητικών ενδείξεων για τον κίνδυνο ύφεσης της οικονομίας. Οι αναλυτές τοποθετούν το σενάριο της συρρίκνωσης του ΑΕΠ στο 45%, ενώ πριν έναν μήνα το αντίστοιχο ποσοστό περιοριζόταν στο 30%.  

Ας σημειωθεί ότι τα αυξημένα επιτόκια ναι μεν βοηθούν στην άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Αντίθετα, τα μειωμένα επιτόκια ενισχύουν την πορεία της οικονομίας, αλλά οδηγούν σε τόνωση του πληθωρισμού.   

Η πιθανότητα ύφεσης είναι ακόμη μεγαλύτερη στη Γερμανία, στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η οποία έχει υψηλότερη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Το πρόβλημα της Ιταλίας

Ακόμη ένα επιχείρημα κατά των βιαστικών επιθετικών κινήσεων συνίσταται στην Ιταλία, όπου ο Μάριο Ντράγκι υπέβαλε την παραίτησή του από τον πρωθυπουργικό θώκο, προλειαίνοντας το έδαφος για την ανάληψη της εξουσίας από κάποια λαϊκίστικη ή και αντιευρωπαϊκή κυβέρνηση.  

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, ενδεχόμενη αποχώρηση της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας από την Ευρωζώνη θα αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε το μέλλον του ευρώ, χωρίς την Ιταλία.  

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι ιθύνοντες της Φρανκφούρτης παρουσίασαν το πρόγραμμα TPI, μέσω του οποίου ευελπιστούν να απορροφήσουν τους κραδασμούς από τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, διατηρώντας το κόστος δανεισμού των κρατών – μελών σε… νορμάλ επίπεδα. Το αν θα τα καταφέρουν μένει να φανεί τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες.  

Διαβάστε ακόμη:

Οι πρωτοβουλίες της Μαρίας Αγγελικούση με στόχο την ενεργειακή μετάβαση

IEA: Κατά 20% θα μειωθεί η ρωσική παραγωγή πετρελαίου

ΔΕΗ: Προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός για το νέο φωτοβολταϊκό – γίγας 550 MW

Exit mobile version