Ξεγραμμένη από τους περισσότερους επενδυτές πριν μια δεκαετία, η ελληνική αγορά ομολόγων κάνει εντυπωσιακό comeback.
Το spread του 10ετούς ελληνικού ομολόγου έναντι του γερμανικού έπεσε κάτω από 100 μονάδες βάσης την περασμένη εβδομάδα για πρώτη φορά από το 2008. Επιπλέον τα ελληνικά ομόλογα (κατηγορίας «junk» σύμφωνα με τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των οίκων) πληρώνουν λιγότερο από τα ιταλικά, μια «ανωμαλία» που παρατηρείται σπάνια από το 2009.
Ώθηση στο ράλι των ελληνικών τίτλων παρέχει ο χείμαρρος των παρεχόμενων νομισματικών κινήτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Κίνητρα, που έχουν πολύ μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα εξαιτίας του μικρού μεγέθους της αγοράς της, των επιπτώσεων από τα διεθνή προγράμματα διάσωσης και της περιορισμένης πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για χρόνια.
Για τους επενδυτές που διαθέτουν τα αντανακλαστικά και την ευελιξία να δραστηριοποιηθούν σε αυτό το ρευστό αλλά υψηλών αποδόσεων τοπίο τα ελληνικά ομόλογα αποτελούν έναν ισχυρό δείκτη για να στοιχηματίσουν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα παρατείνει τον χρονικό ορίζοντα των αυξημένων αγορών ομολόγων στη συνεδρίασή της την επόμενη εβδομάδα.
«Παρά το γεγονός ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι υψηλός, δεν υπάρχει αρκετό εμπορεύσιμο χρέος», δήλωσε ο Mark Nash, επικεφαλής για τίτλους σταθερού εισοδήματος στην Jupiter Asset Management, ο οποίος εδώ και τέσσερα χρόνια διατηρεί θέσεις long και πρόσφατα αύξησε τις τοποθετήσεις του.
Ο Nash αναμένει ότι το spread των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών θα συρρικνωθεί σε 70 μονάδες βάσης, ένα επίπεδο που δεν έχει καταγραφεί μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers πριν από μια και πλέον δεκαετία. Η απόδοση του 0,82% στα ελληνικά ομόλογα είναι πέντε μονάδες βάσης μικρότερη από εκείνη των ιταλικών τίτλων.
Η Ελλάδα επέστρεψε στις πωλήσεις ομολόγων το 2017 μετά από επτά χρόνια αποχής, αλλά οι επίσημοι πιστωτές εξακολουθούν να κατέχουν το 80% περίπου του δημόσιου χρέους ύψους 380 δισ. ευρώ. Αυτό λειτούργησε προστατευτικά για την ελληνική αγορά έναντι της πτώσης που προκάλεσαν οι φόβοι ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας (PEPP). Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού τίτλου υποχώρησε κατά 18 μονάδες βάσης τον προηγούμενο μήνα, καταγράφοντας την καλύτερη επίδοση έναντι άλλων τίτλων. Έκτοτε όμως, έχει αναθερμανθεί η συζήτηση για το ενδεχόμενο μείωσης του προγράμματος αγορών ομολόγων της ΕΚΤ.
Το ράλι των ελληνικών ομολόγων τροφοδοτεί και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει σχεδόν ολοκληρώσει τον προγραμματισμένο δανεισμό της για φέτος. Εάν η Αθήνα δεν αυξήσει απροσδόκητα τις εκδόσεις της, υπολείπονται μόνο 3 δισ. ευρώ για νέες εκδόσεις ομολόγων μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου.
Αυτή η έλλειψη προσφοράς σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα «είναι πιο δυσεύρετα ιδιαίτερα σε σχέση με ομόλογα χωρών που προχωρούν σε συχνές εκδόσεις όπως η Ιταλία και η Ισπανία», δήλωσε ο Ioannis Sokos, αναλυτής της Deutsche Bank στο Λονδίνο.
Στήριξη από την ΕΕ
Επιπλέον ώθηση στο ράλι των ελληνικών ομολόγων παρέχεται και θεσμικά. Την περασμένη εβδομάδα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτίμησε η οικονομία θα αυξηθεί κατά 3,3% το 2021, που θα είναι ο ταχύτερος ρυθμός αύξησης από το 2007. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανοίξει τον δρόμο για να επωφεληθεί η Ελλάδα από περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους (το «πράσινο» φως για την εκταμίευση της δόσης των 748 εκατ. ευρώ από την ολοκλήρωση της 1οης αξιολόγησης). Επίσης η χώρα αναμένεται να λάβει 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα ποσό που θα μπορούσε να αντισταθμίσει την έλλειψη επενδύσεων που περιορίζει τις αναπτυξιακές της προσπάθειες μετά από χρόνια λιτότητας.
«Η υποστήριξη της ΕΕ είναι σημαντική και έχει τη δυναμική να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα στην οικονομία», δήλωσε ο Dimitris Dalipis, επικεφαλής για τίτλους σταθερού εισοδήματος της Alphatrust στην Αθήνα. Αυτό θα βοηθήσει τα ελληνικά assets, «ειδικά εάν διατηρηθεί μια συνετή δημοσιονομική πολιτική και συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Ωστόσο, ορισμένοι έχουν αρχίσει να εγείρουν ερωτήματα. Ακόμα και μετά από μια σειρά αναβαθμίσεων, τα ελληνικά ομόλογα αξιολογούνται ως junk από τους οίκους αξιολόγησης, χωρίς δηλαδή επενδυτική διαβάθμιση. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας μετά τη λήξη του PEPP το 2022, παρά μόνο εάν η ΕΚΤ τα συμπεριλάβει κατ’ εξαίρεση.
Στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2020, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας κατείχε μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα αξίας άνω των 20 δισ. ευρώ, έναντι των περίπου 4 δισ. ευρώ πριν την πανδημία.
Παρότι η προοπτική αύξησης των αποδόσεων ενέχει κινδύνους για υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα, ο Nash της Jupiter Asset στοιχηματίζει ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά και εκτιμά ότι θα υπάρξουν και άλλα προγράμματα στήριξης που θα διαδεχθούν τα υπάρχοντα όταν αυτά θα αρχίσουν να αποσύρονται.
«Δεδομένων των επιπέδων χρέους στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και παντού, αμφιβάλλω για ενδεχόμενη ταχεία σύσφιξη (της χαλαρής νομισματικής πολιτικής)», είπε, προσθέτοντας ότι «Η Ελλάδα δεν θα αφεθεί να πέσει σε τοίχο».
Διαβάστε ακόμα:
Δηλώσεις Ε1: Τι κερδίζουν όσοι τις υπέβαλαν πρώτοι στο Taxisnet (pic)
Τουρισμός για όλους 2021: Πώς θα κάνετε αίτηση – Ποιοι είναι οι δικαιούχοι
Δεύτερη ευκαιρία σε όσους έχασαν παλιές ρυθμίσεις για χρέη προς την εφορία