Τα ελληνικά ομόλογα έχουν επιστρέψει αποδόσεις άνω του 20% φέτος σε εκείνους που δεν φοβήθηκαν να ρισκάρουν την απόκτηση τίτλων κρατικού χρέους με αξιολόγηση «junk», καθώς σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Και το ράλι έχει περιθώρια συνέχισης καθώς οι εκλογές της Κυριακής αναμένεται να αναδείξουν μια νέα κυβέρνηση, φιλικότερη προς τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα υπάρχει και η προοπτική για περαιτέρω νομισματική στήριξη από την ΕΚΤ.
«Η ελληνική οικονομία έχει κάνει στροφή και οι εκλογές μπορεί να στρώσουν τον δρόμο για μια κυβέρνηση περισσότερο αποφασισμένη για μεταρρυθμίσεις», αναφέρει ο Alberto Gallo, διαχειριστής κεφαλαίων της Algebris Investments στο Λονδίνο, που συστήνει τίτλους 5ετούς λήξης ή και πιο μακροπρόθεσμο χρέος.
Οι επενδυτές δεν περιορίζονται πλέον απλώς σε όσους ειδικεύονται σε τίτλους με ρίσκο. Τα πιο συμβατικά funds είτε στοιχηματίζουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά από χρόνια κρίσης ή δείχνουν απλώς προτίμηση για οτιδήποτε έχει θετική απόδοση, καθώς όλο και περισσότερα ομόλογα της Ευρώπης περνούν σε περιβάλλον αρνητικών αποδόσεων.
Η επιφυλακτικότητα που γέννησε η κρίση χρέους
Ο διαχειριστής κεφαλαίων Charles Diebel δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους έμενε σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας και αυτό ήταν αρκετό για να τον πείσει να μην αγοράσει ελληνικά ομόλογα.
«Η απόδοση είναι απόδοση», ανέφερε ο Diebel, επικεφαλής του fund σταθερού εισοδήματος Mediolanum S.p.A. με βάση την Ιρλανδία. «Ήμουν όμως στην Αθήνα και έμενα τότε στο ίδιο ξενοδοχείο με τα μέλη της τρόικας και οι συζητήσεις που είχα μαζί τους, με έκαναν να αποφασίσω να μείνω εκτός για πάντα».
Στο αποκορύφωμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης της ευρωζώνης, οι αποδόσεις εκτοξεύθηκαν εν μέσω φόβων ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε και ότι θα έβγαινε από την ΕΕ. Η χώρα έπρεπε τότε να βασιστεί στην ξένη βοήθεια ύψους 300 δισ. ευρώ.
Εκείνες οι μέρες, σημειώνει το Bloomberg, τώρα φαντάζουν πολύ μακρινές. Οι αποδόσεις των 10ετών τίτλων είναι γύρω στο 2% έναντι 44% (!) στις χειρότερες ημέρες της κρίσης. Το χρηματιστήριο Αθηνών έχει καταγράψει τις κορυφαίες επιδόσεις για φέτος. Η αγορά ομολόγων επίσης αντιστοιχεί σε περίπου 180% της οικονομικής παραγωγής, έναντι 132% στην Ιταλία.
Μετά το τέλος των μνημονίων το περασμένο καλοκαίρι, η Ελλάδα βγήκε τον Ιανουάριο στις αγορές με 5ετές ομόλογο αναζητώντας 2,5 δισ. ευρώ. Η επιτυχία εκείνης της έκδοσης άνοιξε τον δρόμο για το 10ετές ομόλογο τον περασμένο Μάρτιο, για πρώτη φορά μετά από εννέα ολόκληρα χρόνια.
Η πολιτική αλλαγή
Τώρα, σημειώνει το Bloomberg, το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, είναι πρώτο στα γκάλοπ και αναμένεται να λάβει το 40% των ψήφων. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να λάβουν ποσοστό 28%.
Στο μεταξύ, η Bank of America Merrill Lynch προβλέπει ανάπτυξη περί το 2% για φέτος και για το 2020 και συστήνει στους επενδυτές να τοποθετηθούν στα ελληνικά ομόλογα που θα εκτιμά ότι θα κάνουν μεγαλύτερο ράλι έναντι των γερμανικών.
«Αναμένουμε ότι μια κυβέρνηση της ΝΔ θα είναι πιο φιλική στις αγορές από έναν κυβερνητικό συνασπισμό» αναφέρουν οι στρατηγικοί αναλυτές της BofA για να συμπληρώσουν «βλέπουμε μεγαλύτερη δυναμική για το μέλλον καθώς η αναζήτηση αποδόσεων επεκτείνεται».
Διαβάστε εδώ αναλυτικά τι αναφέρει η έκθεση της BofA που παρουσίασε το NM.
Σε ό,τι αφορά τέλος το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αν και η Ελλάδα δεν είναι ακόμα επιλέξιμη για το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ δεδομένης της αξιολόγησης στην κατηγορία «σκουπίδια», η προοπτική περαιτέρω ποσοτικής χαλάρωσης αποτελεί ακόμα ένα πιθανό όφελος.
Από τη στιγμή που η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ είναι υποψήφια για διάδοχος του Μάριο Ντράγκι στην ΕΚΤ, γίνεται πιο πιθανό για την Ελλάδα να μπει στο πρόγραμμα τα επομενα χρόνια, αναφέρει ο Diebel. Όπως λέει, «η Λαγκάρντ είναι μια πραγματίστρια και “περιστέρι” των αγορών και αυτός ο κανόνας (ο αποκλεισμός της Ελλάδας δηλαδή) μπορεί εύκολα να τροποποιηθεί» (σσ. Τα λεγόμενα «περιστέρια» είναι οι υπέρμαχοι μιας χαλαρής νομισματικής πολιτικής και τάσσονται υπέρ της τόνωσης της οικονομίας μέσω χαμηλών επιτοκίων αλλά και της αγοράς ομολόγων).