Μια σπάνια ευκαιρία να ηρεμήσουν τα ταραγμένα νερά της Ανατολικής Μεσογείου εμφανίστηκε αυτή την εβδομάδα, με την Τουρκία να θέτει σε αναμονή τις αμφιλεγόμενες σεισμικές της έρευνες σε μια διαφιλονικούμενη περιοχή. το ερευνητικό σκάφος της Τουρκίας θα παραμείνει στο λιμάνι της Αττάλειας για την ώρα, δίνοντας στις δύο χώρες χρόνο να επιδιώξουν μια διπλωματική λύση, γράφει σε άρθρο του στο Bloomberg o Μπόμπι Γκος.
Πόσο χρόνο ακριβώς, συνεχίζει ο αρθρογράφος, δεν έχει διευκρινιστεί, αλλά εκπρόσωπος του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε πως η Άγκυρα ήταν έτοιμη για συνολικές διαπραγματεύσεις με την Αθήνα «χωρίς προϋποθέσεις».
Κάποιοι στην Ελλάδα μπορεί να αμφισβητήσουν τη σοβαρότητα της προσφοράς, η οποία έρχεται αμέσως μετά την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, που έβαλε σε δοκιμασία τις ευαισθησίες των Ελλήνων. Αλλά δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να μάθει κανείς από το να αρχίσει να μιλάει.
Δεδομένου του μεγάλου ανταγωνισμού μεταξύ των δύο πλευρών, οποιαδήποτε διαπραγμάτευση μεταξύ τους θα απαιτήσει διαμεσολάβηση. Η διαφωνία για τη θάλασσα και τους υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μόνο το τελευταίο κεφάλαιο σε μια μακρά ιστορία εχθρότητας. Υπό άλλες συνθήκες, οι ΗΠΑ θα έπαιζαν αυτόν τον ρόλο: εξάλλου, και η Τουρκία και η Ελλάδα είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Την τελευταία φορά που οι δύο τους ήρθαν κοντά σε πόλεμο για τα Ίμια το 1996, ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον αποσόβησε την κρίση.
Αλλά η δέσμευση του Ερντογάν στο ΝΑΤΟ είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητήσιμη, και σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει την ικανότητα να επιλύει συγκρούσεις.
Η πιο λογική εναλλακτική για έντιμη διαμεσολάβηση μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, είναι το Βερολίνο. Η Γερμανία είναι ένας κρίσιμος εμπορικός εταίρος και για τις δύο χώρες και η προεδρία της τώρα στην ΕΕ της δίνει ακόμη μεγαλύτερη διπλωματική βαρύτητα. Οι Τούρκοι και οι Έλληνες είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτό που θεωρούν ως γερμανική υπεροχή στις διμερείς τους σχέσεις, αλλά όταν η Καγκελάριος μιλάει, συνήθως ακούνε.
Όπως έκαναν την προηγούμενη εβδομάδα, όταν η Μέρκελ κάλεσε και τον Ερντογάν και τον Μητσοτάκη και συζήτησαν για το ενδεχόμενο μιας θαλάσσιας αντιπαράθεσης στο Αιγαίο. Αυτές οι συζητήσεις ήταν που οδήγησαν την Τουρκία να αναστείλει την αποστολή έρευνας και να δώσει περισσότερο χρόνο στη διπλωματία.
Η Γερμανία απολαμβάνει σημαντική αξιοπιστία με άλλες χώρες που έχουν διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως η Κύπρος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Και η απουσία της από τον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη, αποτελεί επίσης πλεονέκτημα.
Η μόνη άλλη μεγάλη χώρα που θα είχε τα προσόντα για διαμεσολάβηση είναι η Βρετανία, η οποία είναι σημαντικός εμπορικός εταίρος Τουρκίας και Ελλάδας και έχει καλές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Αποτελεί επίσης μέρος, μαζί με την Τουρκία και την Ελλάδα, των ειρηνευτικών συζητήσεων για την Κύπρο. Αλλά ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, δεν έχει δείξει μεγάλη προθυμία να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έχοντας κερδίσει την προσοχή τους, η Μέρκελ θα πρέπει να πιέσει τον Ερντογάν και τον Μητσοτάκη να δεσμευτούν σε υψηλού επιπέδου συνομιλίες που να καλύπτουν όλο το φάσμα των διαφωνιών τους στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες βασίζονται σε ένα θεμελιώδες ερώτημα θαλάσσιου δικαίου: πόσο μακριά μέσα στη θάλασσα φτάνουν οι εδαφικές και οικονομικές αξιώσεις μιας παράκτιας περιοχής;
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας επιτρέπει την επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια και μια ΑΟΖ μέχρι και 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές. Αλλά υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το τι συνιστά ακτογραμμή: θα πρέπει να υπολογίζεται από την ηπειρωτική Ελλάδα, ή από κάθε ένα από τα νησιά της, ορισμένα εκ των οποίων είναι σε απόσταση αναπνοής από τις τουρκικές ακτές;
Η Ελλάδα έχει υπογράψει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία όμως όχι. Για κάθε έντιμο διαμεσολαβητή, αυτή η διαφορά προδιαθέτει για μακρές και δύσκολες διαπραγματεύσεις. Και η Μέρκελ δεν έχει χρόνο για χάσιμο.