Λίγες ημέρες μετά την ιστορική εξαγορά της Credit Suisse από την ανταγωνιστή UBS, η πολύπαθη ιστορία της πρώτης φαίνεται πως έχει τελειώσει.
Για πολλούς αναλυτές, όμως, η κατάρρευσή της εγείρει ερωτήματα όσον αφορά την ελβετική FINMA αλλά και για το εάν οι ρυθμιστικές αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει μέτρα νωρίτερα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή νομικής και χρηματοοικονομικών του Πανεπιστήμιου της Ζυρίχης, Κερν Αλεξάντερ, «η Ελβετία δέχτηκε ένα νέο πλήγμα σε ό,τι αφορά την καλή της φήμη για σταθερότητα, χρηματοοικονομική διαχείριση και σωφροσύνη. Πρόκειται για άλλη μία ένδειξη για το πως η έλλειψη εποπτείας μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση μιας μεγάλης τράπεζας και μία κρίση η οποία ελπίζουμε πως δε θα μεταδοθεί αλλού».
Μία από τις πρώτες έγνοιες των αναλυτών είναι οι απολύσεις. Η Credit Suisse βρισκόταν ήδη εν μέσω προγράμματος 9.000 απολύσεων. Ο αριθμός των απολεσθέντων θέσεων εργασίας, σύμφωνα με το Bloomberg, ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερος.
Υπάρχουν 30 τράπεζες ανά τον κόσμο οι οποίες θεωρούνται «παγκοσμίως συστημικά σημαντικές». Η Ελβετία, μέχρι πρόσφατα, φιλοξενούσε δύο εξ αυτών, τις Credit Suisse και UBS οι οποίες έχουν assets συνολικής αξίας 1,6 τρισ. ελβετικών φράγκων, διπλάσιο μέγεθος σε σχέση με την εγχώρια οικονομία.
Αν και η κυβέρνηση προωθεί το αφήγημα της εξαγοράς, πολλοί είναι οι αναλυτές οι οποίοι το αποκαλούν bailout. Οι Ελβετοί πολίτες, παράλληλα, ανησυχούν για τα δημόσια κεφάλαια τα οποία είναι, πια, δεσμευμένα για τη διάσωση της Credit Suisse.
H Ελβετία έχει βιώσει και στο παρελθόν «τραύματα» εταιρικής μορφής, δη της κατάρρευσης της κρατικής αεροπορικής Swissair η οποία έχει μετονομαστεί πια σε Swiss και είναι θυγατρική της γερμανικής Deutsche Lufthansa AG. Η UBS, παράλληλα, είχε δεχθεί bailout από την ελβετική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008.
Η κατάρρευση της Credit Suisse, όμως, οφειλόταν ως επί το πλείστον στην κακοδιαχείριση. Η εξαγορά της από τη UBS ενδέχεται, επίσης, να εξαλείψει ένα ιστορικό όνομα το οποίο δραστηριοποιείται στον χρηματοπιστωτικό κλάδο από το 1848.
Το χάος της Credit Suisse φαντάζει διαμετρικά αντίθετο σε σχέση με την πολιτική σκηνή της χώρας, στην οποία τα κόμματα κυβερνούν κοινή συναινέσει ενώ οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσω δημοψηφίσματος και τα τρένα δεν αργούν ποτέ.
Η χώρα έχει δημιουργήσει ένα εξαιρετικά σταθερό οικονομικό οικοσύστημα με ανεργία υπό του 2%, πολύ χαμηλότερη από τις γειτονικές Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία. Η αναλογία δημοσίου χρέους/ΑΕΠ είναι στο 40%, στο ήμισυ του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωζώνης, ενώ ο πληθωρισμός κυμαίνεται αυτή τη στιγμή σε «υψηλό» 3,4%.
Παρά τη σταθερότητα αυτή, η κρίση την οποία αντιμετωπίζει η Credit Suisse έχει, πια, μεταφερθεί και στην πολιτική ζωή της χώρας, λίγους μήνες πριν τις εκλογές του Οκτωβρίου.
Την προηγούμενη εβδομάδα, το κόμμα Swiss People’s Party αντέδρασε αρνητικά στις εκκλήσεις για κρατικές εγγυήσεις, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες κατηγόρησαν την τράπεζα πως «επέδειξε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά».
«Το γεγονός πως έχουν “σπάσει το φράγμα” και παρέχουν απεριόριστη ρευστότητα για τη διάσωση μίας τράπεζας είναι σκάνδαλο», τόνισε το μέλος του κεντροαριστερού κόμματος Liste d’Union Populaire, Πιέρ Βανέκ.
Σύμφωνα με τον CEO και συνιδρυτή της συμβουλευτικής Opimas, Οκτάβιο Μαρέντσι, η συμφωνία UBS-Credit Suisse «πρόκειται να δημιουργήσει νομικές και πολιτικές αντιδράσεις. Το κεφάλαιο της Credit Suisse δεν έχει κλείσει ακόμα».
Όσο για τον chief investment officer της Syz Group, Σαρλ-Ανρί Μονσώ, «η κρίση που δημιούργησε η Credit Suisse ήταν σημαντική, αλλά είμαι πεπεισμένος πως μπορούμε να την ξεπεράσουμε και να δημιουργήσουμε μία τραπεζική οντότητα η οποία θα αποτελεί λαμπρό παράδειγμα της ελβετικής σταθερότητας. Ο μόνος μου φόβος είναι πως μεταβαίνουμε από ένα καθεστώς “too big to fail” σε ένα “too big to save”».
Διαβάστε ακόμη
Πώς προχωρούν τα σπίτια στο Ελληνικό: Τέλος 2023 θα φαίνονται οι πρώτοι όροφοι στον Πύργο Κατοικιών