Οι Ευρωπαίοι ετοιμάζονται να δαπανήσουν αρκετά το φετινό καλοκαίρι, αφήνοντας πίσω το δύσκολο χειμώνα του κορονοϊού. Τι, όμως, φοβίζει αναλυτές και ειδικούς;
Τα ερωτήματα που καλούνται αυτή τη στιγμή να απαντήσουν τραπεζίτες και αξιωματούχοι – από τη Φρανκφούρτη έως και τη Βαρσοβία – είναι, αφενός, εάν η αύξηση του πληθωρισμού αποτελεί μια μακροπρόθεσμη απειλή και αφετέρου εάν οι νέες αυτές συνθήκες που διαμορφώνονται στο οικονομικό πεδίο, πρόκειται να αλλάξουν μια για πάντα τις απαιτήσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε σε έναν φαύλο κύκλο όπου οι υψηλότερες τιμές θα συνεπάγονται μεγαλύτερες μισθολογικές απαιτήσεις – άσχετα με το εάν η ανεργία αγγίζει πολύ υψηλά ποσοστά τον τελευταίο ένα χρόνο – που με τη σειρά τους θα έχουν ως αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών. Και ενώ οι περισσότεροι εκτιμούν πως η αύξηση του πληθωρισμού θα είναι προσωρινή, τα πρόσφατα δεδομένα και στοιχεία που καταγράφονται είναι «βούτυρο στο ψωμί» για όσους υποστηρίζουν το αντίθετο.
«Μόλις ο γερμανικός πληθωρισμός φτάσει το 3%, τα συνδικάτα θα ρωτήσουν: «Και τι γίνεται με τους εργαζόμενους;» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γκέρτρουτ Τραουν, επικεφαλής οικονομολόγος της Helaba στη Φρανκφούρτη.
Αυξημένες ανησυχίες
Τα εργοστάσια εκτόξευσαν τις τιμές – οι μεγαλύτερες αυξήσεις εδώ και σχεδόν 2 δεκαετίες – απόρροια μιας άλλης αύξησης: του κόστους αλλά και της συρρίκνωσης των αποθεμάτων. Οι νέες αυτές συνθήκες που διαμορφώνονται, όμως, επηρεάζουν αναπόφευκτα και τους καταναλωτές.
Ο πληθωρισμός άγγιξε το 2% στη ζώνη του ευρώ – τεχνικά πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ – για πρώτη φορά από το 2018. Στην Πολωνία, το ποσοστό αυτό υπερδιπλασιάστηκε. Η Bundesbank αναφέρει ότι ο γερμανικός πληθωρισμός θα μπορούσε να φτάσει το 4% φέτος.
Το 4,8% του πληθωρισμού της Πολωνίας – η οποία δεν ανήκει στη ζώνη του ευρώ – επισημαίνει τους αυξανόμενους κινδύνους. Σύμφωνα μάλιστα με άτομα που γνωρίζουν τη σκέψη της κεντρικής τράπεζας και των κυβερνητικών αξιωματούχων, εάν ο πληθωρισμός άγγιζε το 5% τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για όλους.
Στην Ευρώπη, η αυξημένη αφερεγγυότητα όταν αποσύρεται η φορολογική στήριξη προς τις εταιρείες θα μπορούσε να επιδεινώσει τις ανησυχίες σχετικά με το εν λόγω ζήτημα. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι, ενώ οι παγκόσμιες πιέσεις στις τιμές θα μειωθούν προς το τέλος του έτους, υπάρχουν «αυξημένοι κίνδυνοι» μακροπρόθεσμα.
Παρά τις ραγδαίες αυξήσεις στην Πολωνία, η κεντρική τράπεζα εκτιμά ότι η άνοδος του πληθωρισμού θα εξασθενήσει. Μέχρι στιγμής, η χώρα επιλέγει να μην ακολουθήσει την πολιτική γειτόνων της όπως η Ουγγαρία σηματοδοτώντας δηλαδή επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων. Από την άλλη, η κεντρική τράπεζα της Ισλανδίας τον περασμένο μήνα έγινε η πρώτη στη Δυτική Ευρώπη που σφίγγει τη νομισματική πολιτική μετά την πανδημία, αυξάνοντας τα επιτόκια. Η κεντρική τράπεζα της Νορβηγίας έχει επίσης δηλώσει ότι είναι σε καλό δρόμο να υιοθετήσει παρόμοια πρακτική.
Στην ΕΚΤ, όπου το έργο της είναι ακόμη πιο δύσκολο, αν σκεφτούμε ότι πρέπει να διαχειριστεί μακράν τη μεγαλύτερη νομισματική περιοχή, με αποκλίνουσες προοπτικές ανάπτυξης στα διάφορα μέλη της, αξιωματούχοι επιμένουν ότι θα ξεπεραστούν οι ελλείψεις εφοδιασμού και οι ετήσιες μεταβολές των τιμών θα εξασθενήσουν.
Η αύξηση του πληθωρισμού ωστόσο, θα ανάγκαζε τους τραπεζίτες να εξετάσουν το ενδεχόμενο αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής – όχι μια εύκολη απόφαση όταν η ανεργία βρίσκεται πολύ πάνω από τα επίπεδα πριν από την πανδημία και οι μαζικά χρεωμένες κυβερνήσεις βασίζονται στο χαμηλό κόστος δανεισμού. «Δεν είναι η ώρα να ανησυχούμε για τον πληθωρισμό», δήλωσε ο απερχόμενος επικεφαλής του ΟΟΣΑ αυτήν την εβδομάδα. «Αν και πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ένα τέτοιο σενάριο».
Διαβάστε ακόμη:
Συμφωνία-έκπληξη: Κομισιόν και Μπιλ Γκέιτς σχεδιάζουν επενδύσεις $1 δισ. – Τι αφορούν
Προσοχή: Μπορεί να «εξαφανιστεί» το κρέας από το τραπέζι μας λόγω… χάκερ