Πριν από οχτώ περίπου χρόνια, ο Γκρεγκ Μπέκερ τόνισε στους ρυθμιστές της Ουάσινγκτον πως η τράπεζά του δεν έχει καμία σχέση με τη Wall Street. Ως CEO της SVB Financial Group, έκανε έκκληση προς το Κογκρέσο να ψηφίσει νομοσχέδια τα οποία θα άρουν την ανάγκη προετοιμασίας για τα στρες τεστς και την αυστηρή εποπτεία προς τις τοπικές τράπεζες. Τόνιζε πως η SVB ήταν μία απλή τράπεζα η οποία δε μοιάζει με τις συστημικές και βασικές για την παγκόσμια αγορά τράπεζες στις οποίες οι ρυθμιστές θα έπρεπε να δίνουν περισσότερη προσοχή.
«Είναι ξεκάθαρο πως το νομοθετικό πλαίσιο Dodd-Frank δεν αφορά τη λειτουργία της SVB και των ανταγωνιστών μας», είχε υπογραμμίσει ο Μπέκερ ενωπίων της Τραπεζικής Επιτροπής της Γερουσίας, προσθέτοντας πως «τα αυξημένα κόστη αυτά δεν επηρεάζουν μόνο εμάς, αλλά και τους πελάτες μας».
Ο Μπέκερ δεν αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα. Πολλά στελέχη μικρομεσαίων τραπεζών, γνωστές και ως τοπικές τράπεζες, είχαν προχωρήσει σε παρόμοιες δηλώσεις. Εν τέλει, οι εκκλήσεις τους εισακούστηκαν.
Η απόφαση Τραμπ και η κατάρρευση
Το 2018, μία δεκαετία μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία «λύγισε» το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προσυπέγραψε το Economic Growth, Regulatory Relief and Consumer Protection Act. Ο νόμος αυτός ήρε ορισμένα από τα αυστηρά πλαίσια εποπτείας των τοπικών τραπεζών και μείωσε τα κόστη συμμόρφωσής τους με τους κανονισμούς.
«Οι γενικευμένοι κανονισμοί αυτοί δε λειτουργούν για όλες τις τράπεζες», τόνισε ο Τραμπ, περηφανευόμενος για την άρση των «αχρείαστων και προβληματικών μέτρων». Αρκετοί ήταν και οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές οι οποίοι υπερψήφισαν το νέο νομοσχέδιο.
Πέντε χρόνια μετά, τρεις τοπικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Silicon Valley Bank, κατέρρευσαν σε μία μόλις εβδομάδα. Πολλοί αναλυτές τονίζουν πως η άρση των κανονισμών αυτών επιτάχυναν την κατάρρευσή τους.
Η κατάρρευση της SVB την περασμένη Παρασκευή ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη του είδους της στην ιστορία των ΗΠΑ, ενώ προκάλεσε κλυδωνισμούς στις διεθνείς αγορές. Μέχρι την παρέμβαση των αρχών δύο ημέρες αργότερα για την προστασία των καταθέσεων των πελατών της τράπεζας, οι επικριτές της απόφασης του 2018 ήταν έτοιμοι να δαχτυλοδεικτήσουν και να προχωρήσουν σε ένα «δριμύ κατηγορώ».
Σύμφωνα με τον Δημοκρατικό βουλευτή, Ρο Κάνα, ο οποίος εκπροσωπεί περιοχή της Καλιφόρνια η οποία συμπεριλαμβάνει μέρη της Silicon Valley, «γνωρίζουμε από το 2008 πως η αυστηρότερη εποπτεία είναι αναγκαία για την πρόληψη αυτού του είδους των κρίσεων. Το Κογκρέσο θα πρέπει να αποφασίσει για την εκ νέου εφαρμογή των μέτρων εποπτείας αυτών τα οποία άρθηκαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, έτσι ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε μελλοντική μεταβλητότητα».
Οι κολοσσοί της Wall Street είναι πολύ μεγαλύτεροι από τις τράπεζες όπως SVB, Signature και Silvergate Capital Corp. Συνδυαστικά, όμως, οι τοπικές τράπεζες αυτού του είδους έχουν γιγαντωθεί και διαχειρίζονται τρισεκατομμύρια σε περιουσιακά στοιχεία. Αποτελούν, επίσης, καταλυτικό παράγοντα της εύρυθμης λειτουργίας της αμερικανικής οικονομίας, χρηματοδοτώντας πληθώρα επιχειρήσεων πολλαπλών επιχειρηματικών κλάδων.
Τα στελέχη των μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων, πια, τονίζουν πως οι ρυθμιστές θα πρέπει να αυξήσουν την εποπτεία τραπεζών όπως η SVB και να επιβάλλουν αυστηρότερα στρες τεστς από τα αντίστοιχα των ιδρυμάτων της Wall Street.
Επιτόκια
Τα μεγαλοστελέχη των τραπεζών της Wall Street έχουν, επίσης, τονίσει πως οι κινήσεις των Fed, Office of the Comptroller of the Currency και Federal Deposit Insurance Corporation το 2019 ναι μεν αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της μεταβλητότητας των κεφαλαιακών αναλογιών αλλά ενδέχεται να αύξησαν την ανάληψη ρίσκου από τις τοπικές τράπεζες αυτές, αφού οποιεσδήποτε απώλειες δε θα διακινδύνευαν τα μερίσματα και τα προγράμματα επαναγοράς μετοχών.
Αυτό συνέβη και στην SVB. Στα τέλη του 2020, η επιτροπή διαχείρισης του ενεργητικού και παθητικού (asset-liability) της τράπεζας έλαβε μία εσωτερική σύσταση για αγορά βραχυπρόθεσμων ομολόγων κατά τη διάρκεια αύξησης των ροών καταθέσεων προς την τράπεζα, σύμφωνα με το Bloomberg. Η αλλαγή αυτή θα μείωνε το ρίσκο αυξημένων απωλειών σε περίπτωση απότομης αύξησης των επιτοκίων από τη Fed, αλλά θα προκαλούσε παράλληλη μείωση των εσόδων της τράπεζας κατά $18 εκατ., με περαιτέρω μελλοντικές απώλειες $36 εκατ.
Η τράπεζα επέλεξε να χρηματοδοτήσει την αγορά assets υψηλότερης απόδοσης, κάτι το οποίο αύξησε την κερδοφορία της κατά 52% το 2021 και ενίσχυσε την αξία κεφαλαιοποίησής της άνω των $40 δισ. Παρ’ όλα αυτά, δεδομένης της αύξησης των επιτοκίων το 2022, η εταιρεία κατέγραψε πάνω από $16 δισ. σε μη πραγματοποιηθείσες απώλειες στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων της.
Πολλοί εργαζόμενοι της τράπεζας είχαν κάνει έκκληση για την αναπροσαρμογή των επενδύσεων της τράπεζας σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν.
Σύμφωνα με τον βουλευτή της Καλιφόρνια, Μπραντ Σέρμαν, «δεν έχω καμία αμφιβολία πως εάν η τράπεζα αυτή είχε τον ίδιο βαθμό εποπτείας με τις μεγάλες συστημικές τράπεζες της Wall Street, θα είχε καταφέρει να αποφύγει την κατάρρευση».
Απώλειες
Οι απώλειες αυτού του είδους και μεγέθους δεν έγιναν αισθητές μόνο στην SVB. Οι αμερικανικές τράπεζες κατέγραψαν μη πραγματοποιηθείσες απώλειες ύψους $620 δισ. πέρυσι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά, το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της SVB είχε αυξηθεί στο 57% των συνολικών assets της, τη στιγμή που καμία μεγάλη αμερικανική τράπεζα δεν είχε αντίστοιχο ποσοστό το οποίο ξεπερνούσε το 42%.
Πολλές τράπεζες είχαν προβλέψει τη δημιουργία αυτού του προβλήματος. Παρά τις αντιδράσεις των επενδυτών της, η JPMorgan Chase & Co προτίμησε να ενισχύσει την ρευστότητά της παρά να ενισχύσει το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο.
Η Federal Deposit Insurance Corporation (FDIC) τώρα πια συνεχίζει και μελετά τις κινήσεις στις οποίες μπορεί να προχωρήσει μετά την κατάρρευση της SVD. Μέχρι τώρα, έχει επιλέξει να προστατεύσει τις καταθέσεις των πελατών της τράπεζας, ενώ παράλληλα μελετά την πώληση μέρους ή του συνόλου της SVB.
Διαβάστε ακόμη