Μετά από τον δυσκολότερο μήνα εδώ και 15 χρόνια, οι τράπεζες βρίσκονται σε εξαιρετικά επισφαλή θέση. Δεν έχουν τη δυνατότητα, πια, να κρατήσουν τα επιτόκια καταθέσεων κοντά στο μηδέν, ιδιαίτερα λόγω των φόβων που έχουν δημιουργήσει οι καταρρεύσεις των Silicon Valley Bank, Signature Bank και Silvergate Capital Corp στους καταναλωτές οι οποίοι ψάχνουν για ασφαλέστερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εναλλακτικές. Η αύξηση των επιτοκίων αυτών από τις τράπεζες, όμως, σε επίπεδα τα οποία ανταγωνίζονται τα funds των χρηματαγορών δεν είναι δυνατή, αφού θα περιορίσει τα περιθώρια κέρδους τους και θα οδηγήσει τις μετοχές τους σε πτώση.

Η όλη κατάσταση οδηγεί σε αναθεώρηση του παραδοσιακού ρόλου των δανειστών στην ευρύτερη αμερικανική οικονομία και το όλο χρηματοοικονομικό σύστημα, ενώ εγείρει ερωτήματα για το εάν υπάρχει υπερβολικά υψηλός αριθμός τραπεζικών ιδρυμάτων.

Έχασαν 120 δισ. δολάρια

Η τραπεζική κρίση έχει αναδείξει τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν οι καταναλωτές σε ό,τι αφορά την κατάθεση των οικονομιών τους σε εταιρείες όπου θα απολαμβάνουν καλύτερες αποδόσεις. Τις τελευταίες εβδομάδες, μάλιστα, παρατηρείται μία αργή αλλά σταθερή ροή κεφαλαίων από τις τράπεζες με χαμηλά επιτόκια σε funds με καλύτερες αποδόσεις. Οι τοπικές τράπεζες των ΗΠΑ έχουν, προφανώς επηρεαστεί περισσότερο από τους κολοσσούς της Wall Street. Σύμφωνα με το Bloomberg, οι καταθέσεις σε μικρές τράπεζες περιορίστηκαν κατά $120 δισ. από τις 15 Μαρτίου, ενώ αυτές στις 25 μεγαλύτερες τράπεζες αυξήθηκαν κατά $67 δισ. 

Εδώ και πάνω από μία δεκαετία, οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν εξαιρετικά χαμηλούς τόκους στους καταθέτες, δεδομένης της στρατηγικής της Fed η οποία επέτρεπε στις τράπεζες να δανείζονται φθηνά και να έχουν εξαιρετικά κέρδη από τη δανειοδότηση.

Τώρα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η Fed έχει αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού της σε μία προσπάθεια περιορισμού του πληθωρισμού, αλλά οι τράπεζες δεν έχουν προχωρήσει σε παρόμοιες κινήσεις, φοβούμενες πιθανή μείωση της κερδοφορίας τους.

Σύμφωνα με τον αναλυτή της Pekin Hardy Strauss Wealth Management, Τζόσεφ Πλέβελιτς, «οι καταθέσεις των πελατών των τραπεζών θεωρούνταν κάτι το δεδομένο εδώ και πολλά χρόνια λόγω των μηδενικών επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας. Τα πράγματα, πια, έχουν αλλάξει».

Ακόμη και πριν από την πρόσφατη τραπεζική κρίση, οι τράπεζες είχαν καταγράψει περιορισμένα κέρδη λόγω της στρατηγικής της Fed. Τα funds των χρηματαγορών, όμως, έχουν καταφέρει να υπερκεράσουν τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας. Τώρα πια, τα ταμεία αυτά διαχειρίζονται $5,2 τρισ. κεφαλαίων ενώ πολλοί υποστηρίζουν πως το ποσό αυτό θα αυξηθεί περαιτέρω.

Τα funds αυτά επενδύουν σε βραχυπρόθεσμα assets όπως ομόλογα δημοσίου ή συμφωνίες επαναγοράς και προωθούν τα κέρδη στους επενδυτές. Αν και ο άμεσος φόβος για περαιτέρω μετάδοση της τραπεζικής κρίσης έχει περιοριστεί, οι επενδυτές συνεχίζουν και τροφοδοτούν τα money funds αυτά με κεφάλαια. 

Η κίνηση αυτή ναι μεν θα αποδειχθεί κερδοφόρα για τους καταθέτες, αλλά υπάρχουν ανησυχίες πως λόγω της μεγάλης εκροής κεφαλαίων, οι τοπικές τράπεζες και το γενικότερο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ θα απολέσει μεγάλο όγκο καταθέσεων, κάτι το οποίο θα περιορίσει την ανάπτυξη και θα εντείνει την ανισότητα πλούτου των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας. 

Ο ρόλος των τοπικών τραπεζών

Πολλές τράπεζες είτε δεν μπορούν είτε δε θέλουν να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων αφού συνεχίζουν και υποφέρουν λόγω των επενδύσεων στις οποίες προχώρησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου ποσοτικής χαλάρωσης. Ορισμένες από αυτές έχουν καταρρεύσει, ενώ ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός πως οι Signature και SVB προσέφεραν, μέχρι πρότινος, ορισμένα από τα μεγαλύτερα επιτόκια καταθέσεων στην αγορά.

Ακόμα και οι μικρότερες τράπεζες των ΗΠΑ παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της. Σύμφωνα με ανάλυση της Federal Deposit Insurance Corp. (FDIC) το 2020, οι τοπικές τράπεζες με λιγότερα από $10 δισ. σε περιουσιακά στοιχεία διαχειρίζονταν το 36% των επαγγελματικών δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων

Τα δάνεια αυτά αποτελούν σημαντική πηγή δανεισμού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν το 46% των Αμερικανών ιδιωτικών υπαλλήλων και έχουν δημιουργήσει τα 2/3 των θέσεων εργασίας στην αμερικανική οικονομία από το 1995. 

Η πιθανότητα επέκτασης του χάσματος πλούτου, κάτι το οποίο η Fed προσπαθεί να αντιμετωπίσει από το 2020, θεωρείται πια εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα το οποίο θα πρέπει να επιλυθεί, σύμφωνα με το στέλεχος του ΔΝΤ, Κρισναμούρτι Σουμπραμανιάν. 

«Οι καταθέτες οι οποίοι χρησιμοποιούν τις τράπεζες αυτές είναι, συνήθως, φτωχότεροι, ενώ θα επηρεαστούν περισσότερο από την κρίση των τοπικών τραπεζών», τόνισε ο Σουμπραμανιάν, προσθέτοντας πως «οι τραπεζικοί κολοσσοί, αυτή τη φορά, θα βρεθούν στο απυρόβλητο».

Προς το παρόν, η εκροή καταθέσεων έχει περιοριστεί. Η Fed, όπως και η Federal Home Loan Banks (FHLB) έχουν «γεφυρώσει» το χάσμα της χρηματοδότησης. Η απόφαση της FDIC για προστασία των ανασφάλιστων καταθέσεων των SVB και Signature Bank έχει, επίσης, περιορίσει την ανησυχία των καταθετών όσον αφορά τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί είναι αυτοί οι οποίοι υποστηρίζουν πως η εκροή θα συνεχιστεί. Σύμφωνα με το στέλεχος της Empire Valuation Consultants, Τζόσεφ Μεβόρα, «μέχρι να υπάρξει επίσημη δήλωση από το κράτος πως όλες οι καταθέσεις είναι εξασφαλισμένες, οι εκτιμήσεις των καταθετών δεν έχουν καμία βάση. Τους επόμενους μήνες, θα παρατηρήσουμε σημαντική εκροή κεφαλαίων από τις τράπεζες αυτές».

Από την απαρχή της προσπάθειας καταπολέμησης του πληθωρισμού της Fed, οι τράπεζες έχουν παρατηρήσει δραματική μείωση της αξίας των επενδύσεών τους σε ομόλογα. Το ίδιο ισχύει και για τα στεγαστικά και άλλου είδους δάνεια τα οποία προσέφεραν οι τράπεζες με χαμηλά επιτόκια.

Αν και οι προσπάθειες των λογιστών έχουν προστατεύσει, ως επί το πλείστον, τις τράπεζες από τις μη πραγματοποιηθείσες απώλειες αυτές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνεχίζουν και αντιμετωπίζουν πιέσεις οι οποίες θα περιορίσουν την κερδοφορία τους βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα.

Πολλές τράπεζες, ακόμα και πριν από την τρέχουσα κρίση, είχαν αναγκαστεί να στραφούν στην «αγκάλη» του συστήματος FHLB. Πολλές εξ αυτών είχαν προσφέρει και αυξημένα επιτόκια καταθέσεων σε μία απέλπιδα προσπάθεια προσέλκυσης πελατών, αλλά ο μέσος όρος των επιτοκίων αυτών παρέμεινε σημαντικά χαμηλότερος υπό των αντίστοιχων που προσέφεραν τα money funds και άλλες εναλλακτικές.

Η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων μπορεί, μεν, να προσελκύσει μετρητά, αλλά περιορίζει και το καθαρό περιθώριο επιτοκίων (ΝΙΜ) των τραπεζών, το οποίο αποτελεί σημαντική ένδειξη οικονομικής σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

«Τα εταιρικά κέρδη των τραπεζών θα είναι πολύ χειρότερα», τόνισε ο αναλυτής της S&P Global, Νέιθαν Στόβαλ, υπογραμμίζοντας πως «οι τραπεζίτες μπορεί να ήταν έτοιμοι να δεχθούν μείωση των κερδών κατά 5% αλλά δεν πρόκειται να δεχθούν ποσοστά τα οποία θα αγγίζουν το 10% ή το 15%».

 

Διαβάστε ακόμη

Τι κάνει το Χρηματιστήριο Αθηνών στις εκλογικές χρονιές: Ο «χρυσός» κανόνας και οι δύο εξαιρέσεις

Σε ισχύ ο νέος κατώτατος μισθός -Τι θα δουν οι εργαζόμενοι στην τσέπη τους

Φορολογική δήλωση: Οι παλαιοί και νέοι κωδικοί στο Ε1 που «κρύβουν» εκπτώσεις