Κωνσταντίνος Καβάφης προς Κυριάκο Μητσοτάκη:
«Κι αν δεν μπορείς να κάνεις την ζωή σου όπως την θέλεις
Τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
Όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις
Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου
Μες στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας έξυπνος άνθρωπος και ικανός πολιτικός. Έχει διακυβερνήσει τη χώρα επί έξι χρόνια και υπολείπονται ακόμη δύο αν αποφασίσει να εξαντλήσει την πρωθυπουργική του θητεία. Σήμερα στο ξεκίνημα αυτής της διετίας και με ανανεωμένη την Κυβέρνηση, είμαι σίγουρος ότι ως νοήμων πολιτικός και γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας, αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο δίλημμα.
Είτε θα αποφασίσει να συγκρουσθεί κατά μέτωπον με το μεγαλύτερο και οξύτερο πρόβλημα της ελληνικής πραγματικότητας, είτε θα επιλέξει να περιορισθεί σε συμβιβαστικές παρεμβάσεις οι οποίες δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά βασικές προβληματικές νεοελληνικές καταστάσεις.
Το πρόβλημα στο οποίον αναφέρομαι είναι αυτό που συνήθως αποκαλούμε Ελληνικό Δημόσιο ή βαθύ Κράτος, το οποίον περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση, την Αυτοδιοίκηση, τους Δημόσιους Οργανισμούς και την προνομιακή ευνοιοκρατία την οποίαν απολαμβάνει το Δημοσιοϋπαλληλικό Σώμα και το Καθηγητικό Πανεπιστημιακό Κατεστημένο, σε σχέση με τον υπόλοιπο απλό κοσμάκη που δεν σιτίζεται από το Δημόσιο και φυσικά δεν απολαμβάνει τα σχετικά προνόμια.
Πρόκειται περί ενός παντοδύναμου και πολυκέφαλου τέρατος το οποίον φυσικά δεν είναι δυνατόν να ηττηθεί κατά κράτος, αλλά είναι δυνατόν με μία αιματηρή προσπάθεια να περιορισθεί σε έκταση και να αδυνατίσει σε επιρροή.
Το σχετικό δίλημμα είναι σκληρό και απάνθρωπο. Αν επιχειρήσει ο Πρωθυπουργός την εκσυγχρονιστική και μεταρρυθμιστική σύγκρουση με το Δημόσιο Κατεστημένο, πρέπει συγχρόνως να αποφασίσει ότι αυτό μάλλον θα σημάνει και το τέλος της πολιτικής του καριέρας.
Όλα τα θιγόμενα μικρά και μεγάλα συμφέροντα θα συνασπισθούν εναντίον του και πιθανότατα θα χάσει και τις εκλογές. Ίσως μάλιστα θα ήταν προτιμότερο να αποφασίσει ο ίδιος την οικειοθελή αποχώρησή του, ώστε να αποφύγει και την προσωπική φθορά της ήττας. Μακροπρόθεσμα όμως θα καταγραφεί στην Ιστορία ως ένας Μέγας πολιτικός, ισάξιος του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος πολιτικός ηγέτης θα έχει αναμορφώσει την Ελλάδα και ευεργετήσει τον Ελληνικό Λαό.
Αν αντιθέτως ο Πρωθυπουργός δεν αποτολμήσει την μεγάλη σύγκρουση με το Δημόσιο Τέρας και περιορισθεί σε μία συντηρητική μικροδιαχείρηση και επιδοματικές πολιτικές προς τους εκάστοτε δυσαρεστημένους, τότε η ζωή του θα είναι πού πιο εύκολη και πιθανότατα θα εξασφαλίσει και την συνέχιση της πολιτικής του καριέρας. Όμως σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να είναι μία περιθωριακή χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, με όλα τα τριτοκοσμικά συμπτώματα που την ταλανίζουν και συχνά την χαρακτηρίζουν ως γραφική και αρτηριοσκληρωμένη, κατάλληλη μόνο για Greek salad, και για τα καλοκαιρινά μπάνια των πλουσίων Βορειοευρωπαίων επισκεπτών μας. Αυτό το απευκταίο σενάριο φαίνεται ότι υιοθετούν πολλά μεγάλα κερδοσκοπικά funds και σπεύδουν να γεμίσουν την χώρα μας με 5στερα ξενοδοχεία, πολύ περισσότερα απ’ ότι μπορεί η χώρα να σηκώσει, τα οποία προφανώς προβλέπουν ότι θα κάνουν χρυσές δουλειές.
Αν λοιπόν ο Πρωθυπουργός επιλέξει αυτό το σενάριο, της συντηρητικής ακινησίας και του συμβιβασμού με το Δημόσιο Κατεστημένο, τότε βεβαίως θα μείνει στην Ιστορία ως ένας ακόμη μέτριος Πρωθυπουργός που δεν τόλμησε την μεγάλη ρήξη, ενώ μπορούσε. Και μακροπρόθεσμα θα ταφεί στην ιστορική λήθη, όπως τόσοι άλλοι.
Παραδέχομαι ότι είναι σκληρό και απάνθρωπο να ελπίζει κανείς ότι ένας πολιτικός θα διαθέτει πέραν των πολιτικών ικανοτήτων και τάσεις αυτοχειρίας. Εγώ που δεν διαθέτω, δεν έγινα πολιτικός, και μπορώ να κρίνω χωρίς να κρίνομαι. Δυστυχώς όμως φοβούμαι ότι στην Ελλαδίτσα μας δεν γίνεται αλλιώς. Είναι τόσο τερατώδης ο Μινώταυρος του Ελληνικού γραφειοκρατικού Δημοσίου Κατεστημένου, ώστε μόνο με ανθρωποθυσίες μπορεί να πληγεί.
Αν ο Πρωθυπουργός διαθέτει τον ρομαντικό ιδεαλισμό και τον οραματικό ρεαλισμό του Μεγάλου Ιστορικού Ηγέτη, καθώς και την προσωπική φιλοδοξία να αναδειχθεί ο ίδιος σε ιστορικό ορόσημο, τότε θα αποτολμήσει την μεγάλη ρήξη. Αν όχι, τότε θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με την μιζέρια της φθοροποιού μετριότητας, και των στενόχωρων συμβιβασμών.
Ένα είναι βέβαιο. Ότι στην πολιτική χρειάζονται και Ιφιγένειες αν θέλουμε να κερδίσουμε ένα σύγχρονο Τρωικό Πόλεμο.