Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η συζήτηση για το «τι είναι Ευρώπη» έχει ενταθεί καθώς μπήκαμε στον τελευταίο χρόνο της πιο πολυκύμαντης πενταετίας της Ένωσης: από την πανδημία στον πόλεμο και, χωρίς τίποτα από τα δυο να έχει τελειώσει, σε μια «άλλη» Ευρώπη, στην οποία η μόνη βεβαιότητα είναι η συνεχής αβεβαιότητα. Ποια καλύτερη απόδειξη από το ότι δυο από τις επερχόμενες προεδρίες του Συμβουλίου, η ισπανική φέτος τον Ιούλιο και η ουγγρική, στο δεύτερο μισό του 2024, βρίσκονται σχεδόν στον αέρα: η πρώτη λόγω των πρόωρων εκλογών που προκήρυξε ο Ισπανός Πρωθυπουργός τρεις βδομάδες μετά την ανάληψή της και οι δεύτερη λόγω κλιμακούμενης, και επίσημα πλέον, δυσαρέσκειας κατά της Ουγγαρίας (και της Πολωνίας), που οδηγούν σε πρωτόγνωρες σκέψεις περί «αφαίρεσης» της προεδρίας από τις δυο αυτές χώρες.
Πολλή συζήτηση για την «ταυτότητα της Ευρώπης» γίνεται όχι μόνο από αναλυτές αλλά και σε διάφορες, συνήθως άτυπες, επίσημες εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου. Έγινε με την ευκαιρία των προτάσεων που κατατέθηκαν για το «μέλλον της Ευρώπης» και στις οποίες, πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, πρώτευσε η «Ευρώπη των λαών», με άλλα λόγια η κοινωνική και πολιτιστική Ευρώπη, που λύνει προβλήματα και κάνει καλύτερη τη ζωή των πολιτών της χρησιμοποιώντας «ήπια ισχύ». Το πρόσημο άλλαξε άρδην με το ξέσπασμα του πολέμου, καθώς πλέον αναζητείται μια «Ευρώπη της ασφάλειας», με αμυντική ικανότητα και διεθνή ρόλο, που περνά και μέσα από τη διπλωματία των εξοπλισμών και των απειλών, βρίσκεται δηλαδή στους αντίποδες της ηπιότητας.
Φυσιολογική -με τη βοήθεια του Μακρόν- συνέπεια αυτής της τάσης ήταν η γένεση σχεδίων όπως η «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης και η αντίστοιχη «πυξίδα», καθώς και η Ευρωπαική Πολιτική Κοινότητα, που αυτές τις μέρες πραγματοποίησε τη δεύτερη συνάντηση της, στη Μολδαβία. Στη συνάντηση αυτή 50 αρχηγών χωρών από όλη την Ευρώπη (και το ασιατικό όριό της), με διαφορετικά είδη και βαθμούς σχέσεων με την Ένωση, κεντρική έννοια ήταν η «προστασία», δηλαδή η παροχή στήριξης σε περίπτωση -διόλου θεωρητική πλέον- προβλημάτων εδαφικής ακεραιότητας προερχόμενων από κάθε κατεύθυνση (αλλά ιδίως από τη Ρωσία και την Κίνα). Η απουσία του φρεσκοεκλεγμένου Τούρκου Προέδρου από τη συνάντηση αποκτά, κάτω από αυτό το φως, ίση, αν όχι μεγαλύτερη, βαρύτητα από τη διεξαγωγή της σε μια χώρα που θέλει διακαώς να εισέλθει, όπως και η Ουκρανία, στην Ένωση, την οποία βλέπει ως προκεχωρημένο φυλάκιο όχι τόσο δημοκρατίας, όσο ασφάλειας σε έναν όλο και πιο απειλητικό κόσμο.
Σε δεύτερο πλάνο, αλλά εξίσου κρίσιμη, είναι η συζήτηση για το «κοινό ευρωπαικό συμφέρον». Τι δένει τα κράτη και τους πολίτες; Μια εκτεταμένη κοινή αγορά, που διευκολύνει τις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές; Αυτή ήταν η βρετανική προτίμηση, που, μετά το Μπρέξιτ, τον πόλεμο και τα διάφορα κοινά Ταμεία, έχει μείνει πολύ πίσω. Ένα πεδίο δικαίου, προστασίας των δικαιωμάτων και υπεράσπισης της ελευθερίας; Είναι σχεδόν μοιραίο το πλήγμα από σειρά δικαστικών αποφάσεων σε κράτη-μέλη (με πρώτη τη Γερμανία), από την ανοιχτή αμφισβήτηση του δημοκρατικού κεκτημένου από Ουγγαρία, Πολωνία και δυνητικούς μιμητές τους (Βουλγαρία, Ρουμανία αλλά και Ιταλία, αν η Μελόνι συνεχίσει την αυταρχική παλινόρθωσή της) και από την αδυναμία/άρνηση αντιμετώπισης του μεταναστευτικού. Μια Ευρώπη του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, μέσα από μικρά, έστω κι αν όχι ασήμαντα, βήματα, όπως η υπό προετοιμασία μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και μια πιθανή ενδυνάμωση της οικονομικής διακυβέρνησης, χωρίς μεγάλους στόχους και πνοή; Και αυτήν την έχει ξεπεράσει η πραγματικότητα.
Μένει μια μόνη διέξοδος στο ύψος των περιστάσεων: η Ευρώπη των κοινών σχεδίων και της κοινής πορείας, με ενδυνάμωση του τομέα ασφάλεια αλλά διατήρηση της κοινωνικής και πολιτιστικής πρωτοκαθεδρίας. Η μόνη Ευρώπη, που είναι συγχρόνως και η πιο δύσκολα επιτεύξιμη, ίσως η αδύνατη Ευρώπη.