Άλλη μια εορταστική περίοδος, με την αγωνία των ορθολογικά σκεπτομένων να κτυπάει κόκκινο, καθώς η αναμενόμενη επέλαση της Όμικρον δεν είναι μια υπόθεση εργασίας ή ένα δυσμενές σενάριο αλλά μια απτή πραγματικότητα. Ο καινούργιος χρόνος θέλουμε δεν θέλουμε θα μας βρει να μετράμε καθημερινά πολλές χιλιάδες κρούσματα και η πίεση στο υγειονομικό μας σύστημα είναι προφανές πως θα δοκιμαστεί πολύ περισσότερο από τα προηγούμενα κύματα της πανδημίας.
Ανεξάρτητα λοιπόν αν τα συμπτώματα της νέας μετάλλαξης είναι ηπιότερα ή όχι, το σίγουρο είναι πως μπαίνουμε σε μια νέα δοκιμασία η οποία θα αφορά μεν κυρίως τους ανεμβολίαστους αλλά δεν πρόκειται να αφήσει ανέγγιχτους στο σύνολό τους και τους εμβολιασμένους.
Παράλληλα όμως, ο νέος χρόνος μας απειλεί και σε ένα άλλο επίπεδο. Το οικονομικό. Και τούτο γιατί όλοι οι παράγοντες της αγοράς, προεξοφλούν και ένα κύμα ακρίβειας που θα είναι εξίσου σαρωτικό για την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων.
Πέραν δηλαδή της ακρίβειας στις τιμές της ενέργειας η οποία σπάει κάθε μέρα και ένα νέο αρνητικό ρεκόρ, οι καταναλωτές θα δούμε και την παρεπόμενη αύξηση τιμών στα βιομηχανικά προϊόντα και στα προϊόντα πρώτης ανάγκης που μπαίνουν στο λεγόμενο καλάθι της νοικοκυράς. Και δη προϊόντα πρώτης ανάγκης όπως άλευρα, ζυμαρικά, όσπρια, φρούτα και λαχανικά. Κάνουν μάλιστα λόγο οι σουπερμαρκετάδες με βάση τους τιμοκαταλόγους των προμηθευτών, για αυξήσεις που μπορεί να αγγίξουν και το 40%.
Το μίγμα επομένως της ακρίβειας με το τσουνάμι της πανδημίας, μπορεί να αποδειχθεί εκρηκτικό και ουδείς μπορεί να γνωρίζει πλέον κατά πόσο υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για περαιτέρω στήριξη των νοικοκυριών.
Κι αυτό γιατί όπως τονίζει στην έκθεση του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, οποιαδήποτε νέα μέτρα ελέγχου της πανδημίας θα πρέπει να έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των δημοσιονομικών μεγεθών που θα καθυστερήσει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία.
Με άλλα λόγια πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο το γενικό κλείσιμο της οικονομίας γιατί κάτι τέτοιο δεν το αντέχει η χώρα καθώς ήδη τα 40 και πλέον δισ. ευρώ που έχουν δοθεί τους τελευταίους 18 μήνες για να σταθεί όρθια η κοινωνία και οι επιχειρήσεις, είναι πλέον δυσβάστακτα κι έχουν εκτοξεύσει το χρέος της χώρας πάνω από 200% του ΑΕΠ. Κι είναι κι αυτό ένας από τους λόγους που η χώρα βρίσκεται ακόμα εκτός επενδυτικής βαθμίδας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων και την ανάπτυξη.
Μια ανάπτυξη που είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είναι πάνω από το 8% για τη χρονιά που φεύγει αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα συνεχιστεί με την ίδια δυναμική στην επόμενη καθώς αυξάνουν οι απρόβλεπτοι παράγοντες και οι αβεβαιότητες.
Και φυσικά, ο νέος μεγάλος και δυσεπίλυτος γρίφος για την κυβέρνηση είναι πώς θα καταφέρει να στηρίξει τους πολίτες να σταθούν ξανά όρθιοι, όταν η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται συνεχώς από τον πληθωρισμό, ενώ οι δυνατότητες αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος είτε μέσω αυξήσεων είτε μέσω φοροελαφρύνσεων είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Τουλάχιστον τα προηγούμενα χρόνια ναι μεν τα εισοδήματα ήταν καθηλωμένα λόγω μνημονίων, πλην όμως δεν είχαμε πληθωρισμό να τα ροκανίζει έτι περαιτέρω.
Με αυτή τη διπλή κρίση θα υποδεχτούμε τη νέα χρονιά και οι ελπίδες – προσδοκίες είναι να μην έχουμε κι άλλες αρνητικές εκπλήξεις γιατί ήδη οι υφιστάμενες είναι πολύ βαριές και οι επιδοτήσεις που ανακοινώνονται για την ενέργεια εξαϋλώνονται πριν καν υλοποιηθούν.