Άχαρη και αδιέξοδη όλη αυτή η δημόσια συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κάποιων κατηγοριών συμπολιτών μας αλλά και τα αυξημένα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνουν οι εμβολιασμένοι.
Τα επιχειρήματα ένθεν κακείθεν πολλά. Εις ό,τι αφορά τους συμπολίτες μας που έχουν κάνει την επιλογή να εμβολιαστούν για να προστατέψουν πρωτίστως τον εαυτό τους αλλά και τους γύρω τους, δεν χρειάζονται φρονώ ιδιαίτερες αναλύσεις καθώς είναι μια στάση ζωής και η οποία προφανώς δεν αποσκοπεί σε προνόμια.
Στο άλλο στρατόπεδο όμως, αυτούς που αρνούνται, υπάρχει αρκετό υλικό προς διερεύνηση.
Είναι μια ολόκληρη κατηγορία συμπολιτών μας που επιλέγει να κάνει χρήση της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης και πηγάζει από το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα.
Αυτή η κατηγορία απαρτίζεται από διάφορες υποκατηγορίες όπως, οι φοβικοί με τις παρενέργειες, οι παραπληροφορημένοι, οι ετεροπροδιοριζόμενοι, οι αρνητές του κορωνοϊού, οι θρησκόληπτοι, οι ψεκασμένοι με θεωρίες συνωμοσίας και τα τσιπ που βάζει ο Μπιλ Γκέιτς στον οργανισμό μας με τα εμβόλια,οι καχύποπτοι για τις μελλοντικές παρενέργειες που θα εμφανιστούν μετά από χρόνια, οι ωχαδερφιστές, οι αδιάφοροι για ό,τι συμβαίνει γύρω τους, οι καθ’ έξιν αντιδραστικοί και ενδεχομένως πλείστες άλλες ομάδες και προφανώς κάποιοι που έχουν πραγματικούς λόγους υγείας για να μην εμβολιαστούν. Ανάμεσα τους φυσικά και γιατροί-νοσηλευτές που θεωρητικά και με βάση τις σπουδές τους δεν θα έπρεπε να είναι αρνητικοί.
Δεν ξέρω πόσοι τελικά θα αρνηθούν μέχρι τέλους, τον εμβολιασμό και τι ποσοστό του πληθυσμού αποτελεί αυτή η μειοψηφία.
Κανείς δεν μπορεί να τους υποχρεώσει να το κάνουν με το ζόρι ή με κάποια διοικητική απόφαση – παρά μόνο με την πειθώ.
Όμως, από τη στιγμή που επιλέγουν αυτή την απόφαση, θα πρέπει να γνωρίζουν μια βασική αρχή πάνω στην οποία στηρίζονται οι σύγχρονες δημοκρατίες και οι ευνομούμενες κοινωνίες.
Κι αυτή δεν είναι άλλη από αυτή που λέει πως η ελευθερία ενός εκάστου εξ ημών τελειώνει στο σημείο εκείνο που παραβιάζεται η ελευθερία του άλλου.
Δικαίωμα του καθενός είναι να μην εμβολιαστεί. Όταν όμως αυτός εκ του επαγγέλματος του, με την επιλογή που έχει κάνει, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των συναδέλφων του, των συμπολιτών του, των ασθενών του, των μαθητών του, των συνεπιβατών του κ.λπ. παραβιάζεται η βούληση και η ελευθερία του άλλου για ζωή με υγεία.
Λογικό και αναφαίρετο λοιπόν το δικαίωμα του εμβολιασμένου να απαιτήσει από την πολιτεία να τον προστατέψει από αυτούς που, ακούσια και χωρίς δόλο, απειλούν την υγεία του αλλά και τη δημόσια υγεία εν γένει.
Οι εμβολιασμένοι πήραν και παίρνουν το ρίσκο με τις λεγόμενες παρενέργειες και συμβάλλουν όλοι μαζί στο χτίσιμο του τοίχους ανοσίας, το οποίο σε τελική ανάλυση, θα προστατέψει και τους αρνητές του εμβολίου. Μέχρι να επιτευχθεί όμως αυτό, είναι παράλογο, να μην επιτραπεί στους αρνητές να πάνε στη δουλειά τους, αν η παρουσία τους μπορεί να βλάψει άλλους ή να δουλέψουν με τηλεργασία όπου είναι εφικτό;
Ας μείνουν σε διαθεσιμότητα κι όταν με το καλό ξεπεραστεί το πρόβλημα επανέρχονται στα καθήκοντά τους.
Ας μην πάνε σε εσωτερικούς χώρους εστίασης, σε σινεμά, θέατρα, γήπεδα κ.λπ. κι ας μετακινούνται με δικά τους μέσα και όχι αυτά της μαζικής μεταφοράς. Είναι αντιδημοκρατικό και απολυταρχικό κάτι τέτοιο; Και δεν είναι άραγε αντιδημοκρατικό κάποιες μειοψηφίες να επιβάλλουν τις απόψεις, τις επιλογές τους αλλά κυρίως τις συνέπειες αυτών στην πλειονότητα της κοινωνίας;
Γνωρίζω εκ των προτέρων βέβαια πως όλη αυτή η επιχειρηματολογία κινείται πάνω σε μια πολύ λεπτή γραμμή κι εύκολα μπορεί κανείς να διολισθήσει σε ακρότητες.
Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως, εμείς οι απλοί πολίτες δεν αποφασίζουμε και δεν έχουμε την ευθύνη για όλη την κοινωνία. Γι’ αυτό ψηφίζουμε και επιλέγουμε τις κυβερνήσεις για να αναλαμβάνουν τις τύχες μας. Δεν χρειάζεται να τσακωνόμαστε μεταξύ μας ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Η πολιτεία έχει επιστήμονες γιατρούς και νομικούς για να λύσουν αυτό το υπαρκτό πρόβλημα και κυρίως να προστατέψουν το κοινωνικό σύνολο έναντι οιουδήποτε πολιτικού κόστους.