Η εύκολη και βολική απάντηση που δίνουν τα κυβερνητικά στελέχη στις απανωτές δηλώσεις του Σόιμπλε είναι ότι απειλεί και εκβιάζει την ελληνική πλευρά με το θέμα της συμμετοχής ή μη του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Είναι όμως έτσι ή μας διαφεύγει κάτι, όπως συνήθως, και η λάθος ανάγνωση των γεγονότων μάς βουλιάζει πιο βαθιά στην κρίση και την αναξιοπιστία;
Ας δούμε λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα με ψυχρή λογική. Η λεγόμενη δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε να είχε κλείσει από τον περασμένο Οκτώβριο. Αν συνέβαινε αυτό, θα είχαμε μπει ήδη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με ευεργετικά αποτελέσματα στη ρευστότητα των τραπεζών, η οποία θα μπορούσε να επιδράσει θετικά στην πραγματική οικονομία.
Αυτό δεν συνέβη γιατί η πλευρά μας δεν ολοκλήρωσε τα προαπαιτούμενα που είχαν μπει από τους δανειστές με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Και επειδή κάποια από αυτά κρίθηκε ότι έχουν πολιτικό κόστος που δεν μπορεί να το σηκώσει η αριστερή μας κυβέρνηση, επιχειρήθηκε να δοθεί πολιτική λύση και να παρακαμφθούν οι υποχρεώσεις. Πήρε λοιπόν το αεροπλάνο ο κ. Τσίπρας και πήγε να δει την κυρία Μέρκελ. Οπως ήταν, όμως, αναμενόμενο από τους ορθολογιστές, η συνάντηση δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Κοινώς, ο πρωθυπουργός έφαγε πόρτα.
Αντί μετά από αυτό να καθίσουν και να πουν «παιδιά, δεν μας παίρνει άλλο, πάμε να δούμε τι πρέπει να κάνουμε για να κλείσει η αξιολόγηση γιατί διαφορετικά πάμε στα βράχια», βρήκαν άλλο τροπάρι, ότι το ΔΝΤ φταίει που δεν κλείνει η αξιολόγηση και ότι αυτά που ζητάει είναι παράλογα, αφήνοντας εμμέσως να εννοηθεί ότι είναι προτιμότερο να φύγει από τη μέση και να αναλάβουν όλο το βάρος της διάσωσής μας οι Ευρωπαίοι.
Προσέξτε, να φύγει από το πρόγραμμα το ΔΝΤ επειδή υποστηρίζει ότι τα πλεονάσματα που απαιτούν το μνημόνιο και οι Ευρωπαίοι για μετά το 2018 είναι αδύνατον να επιτευχθούν και ότι είναι απαραίτητο να ρυθμιστεί το χρέος γιατί διαφορετικά δεν είναι βιώσιμο. Σε διαφορετική περίπτωση, λένε οι του ΔΝΤ, πρέπει από τώρα να ληφθούν νέα σκληρά μέτρα.
Κολλάνε λοιπόν οι δικοί μας στα σκληρά μέτρα και παραβλέπουν τις προηγούμενες διαπιστώσεις για χρέος και πλεονάσματα που δεν θέλει καν να ακούσει ο Σόιμπλε.
Ο οποίος Σόιμπλε από την πλευρά του τι λέει; Αν φύγει το ΔΝΤ, θα το κάνει γιατί η ελληνική πλευρά δεν έχει κάνει αυτά που πρέπει. Δηλαδή δεν παίρνει τα μέτρα για μετά το 2018. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, για να συνεχίσουν η Γερμανία με τους Ευρωπαίους να χρηματοδοτούν την Ελλάδα θα πρέπει να πάρουν εγκρίσεις από τα κοινοβούλιά τους, κάτι που, όπως καταλαβαίνει κι ένα μικρό παιδί, με αυτό το αρνητικό κλίμα που υπάρχει για τη χώρα μας σε όλη την Ευρώπη δεν πρόκειται να συμβεί ούτε με αυτές τις κυβερνήσεις ούτε με τις άλλες που θα έρθουν στο μέλλον.
Μετά ταύτα τι κάνουμε εμείς και από πού έχουμε να περιμένουμε λύσεις εκτός από εμάς τους ίδιους;
Ωρα λοιπόν να τελειώνουν με το πικρό ποτήρι γιατί διαφορετικά η αναβλητικότητα και η προσπάθεια να κερδηθεί χρόνος είναι μάταιες και απλώς ανεβάζουν τον λογαριασμό και φέρνουν πιο κοντά το πιο μελανό σενάριο το οποίο προσπαθούμε να αποφύγουμε από την αρχή της κρίσης, μετεωριζόμενοι για σχεδόν 8 χρόνια μεταξύ Ευρώπης και χρεοκοπίας.
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» (22-1-2017)