Αναμφίβολα η ελληνογαλλική συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής αρωγής, σε συνδυασμό με τη συμφωνία ενίσχυσης της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας με σύγχρονα αεροπλάνα και φρεγάτες, είναι μια εθνικά ιστορική πραγματικότητα, ανεξάρτητα με επιμέρους επιφυλάξεις και αστερίσκους που μπορεί να έχει κάθε κόμμα.
Το βασικό όμως πρόταγμα και η εθνική στρατηγική είναι υπέρτερο από τις λεπτομέρειες της συμφωνίας κι αν θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν κι άλλες προβλέψεις για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα εκ των υστέρων.
Μπροστά σ΄ ένα υψίστης σημασίας θέμα για το μέλλον της χώρας, με δεδομένες τις διαρκείς απειλές και επιβουλές ενός επιθετικού και επεκτατικού γείτονα, δεν μπορούν τα κόμματα και κυρίως αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να υποστέλλουν τον πατριωτισμό που διατείνονται ότι έχουν, στο όνομα ενός μικροκομματικού συμφέροντος που εντέλει απευθύνεται και σε ένα μικρό μόνο κομμάτι του κομματικού τους ακροατηρίου.
Το «όχι» σε όλα δεν είναι υπεύθυνη στάση, όπως δεν είναι υπεύθυνη στάση και το «παρών» που είχαν δηλώσει στην Ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.
Πάντως, είτε με συναίνεση είτε χωρίς, η συμφωνία είναι μια επιτυχία που πιστώνεται στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα άλλα κόμματα με την ψήφο τους μπορούν -αναλόγως- να πιστωθούν με υπευθυνότητα στα εθνικά θέματα ή να χρεωθούν με ανευθυνότητα.
Όμως, ανεξάρτητα με το αν «έξω πάμε καλά» που έλεγε και ο Κ. Καραμανλής, και τι θα γράψει η Ιστορία για τον κάθε πολιτικό, η πικρή αλήθεια είναι ότι όλες οι κυβερνήσεις το τέλος κρίνονται και λογοδοτούν στους ψηφοφόρους για τα μικρά, τα λεγόμενα προβλήματα της καθημερινότητας και κυρίως σε θέματα που έχουν να κάνουν με την τσέπη του πολίτη.
Κι αυτά τα καθημερινά είναι ο νέος μεγάλος βραχνάς του οικονομικού επιτελείου, με τα κύματα ακρίβειας που πυροδοτεί η παγκόσμια ενεργειακή κρίση. Πριν καν κατακάτσει ο κουρνιαχτός από την υγειονομική κρίση, η οποία όπως όλα δείχνουν έχει ακόμα μέλλον και προβλήματα αξεπέραστα, έρχεται τώρα η παγκόσμια κρίση ακρίβειας που δεν απειλεί μόνο τα λεγόμενα ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά και τη λεγόμενη μεσαία τάξη.
Οι μέχρι στιγμής πρόνοιες της κυβέρνησης για τους ευάλωτους πολίτες με επιδότηση της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου αλλά και του πετρελαίου θέρμανσης, αφορούν εν τέλει πολύ λίγους πολίτες ενώ το πλήγμα είναι σοβαρότατο για την πλειονότητα που όμως λόγω εισοδηματικών κριτηρίων παραμένει έξω από το δίχτυ προστασίας.
Κι είναι όλοι αυτοί που από τη μια είδαν κάποια αύξηση από την κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και τη μείωση των συντελεστών ασφάλισης, αλλά τώρα κινδυνεύουν να τα χάσουν όλα από το κύμα ενεργειακής ακρίβειας αλλά και της εν γένει μετακυλυόμενης ακρίβειας, ακόμα και στα είδη πρώτης ανάγκης.
Η μαθηματική εξίσωση για την άμβλυνση των επιπτώσεων στο σύνολο της κοινωνίας είναι σαφώς δύσκολη και δυσεπίλυτη, αλλά φρονώ πως η κυβέρνηση πρέπει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για προστασία όλων και όχι μόνο των ευάλωτων. Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι δύσκολος για όλους και όχι μόνο για τα χαμηλά εισοδήματα. Η λεγόμενη μεσαία τάξη για την οποία όλοι κόπτονται, εσχάτως ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει αποθέματα ασφαλείας για να αντιμετωπίσει αυτές τις δυσμενείς οικονομικά εξελίξεις. Ναι, είναι παγκόσμιο φαινόμενο και πρέπει να επιδιωχθούν κεντρικές αποφάσεις σε επίπεδο Ευρώπης όμως και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν τρόπο και εργαλεία στα χέρια τους να προστατεύσουν τα εισοδήματα των πολιτών.
Ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος που φαίνεται ότι ανοίγει με την σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, προσφέρει τη δυνατότητα επιστροφής κοινωνικού αναπτυξιακού μερίσματος σε περισσότερους πολίτες μέχρι να περάσει η μπόρα. Οι οριζόντιες ελαφρύνσεις σε φόρους που σχεδίαζε η κυβέρνηση μπορούν να περιμένουν για τον επόμενο χρόνο. Τώρα, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να προστατευθούν όσο το δυνατόν περισσότερα νοικοκυριά από το ενεργειακό τσουνάμι γιατί οι έχοντες και κατέχοντες δεν είναι δα και τόσοι πολλοί σ’ αυτόν τόπο. Και, πλέον, μ’ ένα κλικ στο κομπιούτερ μπορεί ο υπουργός Οικονομικών να δει πόσοι Έλληνες δηλώνουν για παράδειγμα 50-60 χιλιάδες ευρώ ετήσιο εισόδημα κι αυτοί δεν είναι περισσότεροι από το 10-15% των φορολογουμένων.
Διαφορετικά, με νομοτελειακό τρόπο, θα επιβεβαιωθεί για άλλη μια φορά πως τα προβλήματα καθημερινότητας και τσέπης ροκανίζουν σε χρόνο dt τις πιστώσεις από τις μεγάλες εθνικές επιτυχίες.