Το γεγονός πως η φετινή χρονιά θα κλείσει με σημαντικές επιδόσεις στον τομέα της ανάπτυξης είναι μεν μια θετικότατη εξέλιξη όμως επ’ ουδενί αποτελεί πανάκεια για όλα τα εγγενή προβλήματα της οικονομίας και κατ’ επέκταση των προβλημάτων των πολιτών. Κι ούτε θα μπορεί να πετύχει ανάλογα αποτελέσματα και το 2022 γιατί, απλούστατα, θα ξεκινήσει από υψηλότερη βάση.
Παράλληλα όμως με την ανάπτυξη, ενέσκηψε ένα άλλο απρόβλεπτο και σημαντικό πρόβλημα, αυτό που ξεκίνησε ως ενεργειακή ακρίβεια και εξελίσσεται ως ένα γενικευμένο πρόβλημα ακρίβειας όλων των αγαθών και υπηρεσιών. Μια ακρίβεια που δεν την έχουμε δει να αναδιπλώνεται σε όλη της την έκταση και θα τη δούμε προφανώς από τη νέα χρονιά, καθώς μια σειρά από προϊόντα αναπροσαρμόζουν τους τιμοκαταλόγους τους γιατί έχει αυξηθεί το κόστος παραγωγής και πρώτων υλών.
Ένα πρόβλημα που μεταφράζεται σε πληθωρισμό ο οποίος, όπως όλα δείχνουν, δεν θα είναι ένα παροδικό φαινόμενο, αλλά έρχεται για να μείνει. Και τούτο γιατί, ας μη γελιόμαστε, σχεδόν ποτέ δεν έχουμε δει την τιμή ενός προϊόντος που αυξήθηκε ακόμα και για συγκυριακούς λόγος, να μειώνεται στη συνέχεια επειδή έπαυσαν να υπάρχουν αυτοί οι λόγοι.
Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια όμως ροκανίζουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών από τη στιγμή που δεν υπάρχει η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή μισθών (ΑΤΑ, για να θυμηθούμε τα χρόνια της δραχμής, τότε που ο πληθωρισμός έτρεχε με 15-20%).
Με άλλα λόγια, για την καινούργια χρονιά δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις γιατί οι αστάθμητοι παράγοντες είναι πολλοί. Το μόνο βέβαιο πως για το πρώτο εξάμηνο θα παρακολουθούμε με αγωνία την ακρίβεια και τον πληθωρισμό και οι μόνοι ενδεχομένως που μπορούν να ελπίζουν σε μια έστω και μικρή αύξηση είναι όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Ενας κατώτατος μισθός που αφορά κατά κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, στις επιχειρήσεις που ήδη δοκιμάζονται πολλαπλώς από την πανδημική κρίση, αλλά και την εισαγόμενη ακρίβεια της ενέργειας και των πρώτων υλών και πολλές από αυτές μέσα στο ’20 και το ’21 κτυπήθηκαν από τα lockdowns, στηρίχθηκαν από το κράτος για να μη βάλουν λουκέτο και τώρα λειτουργούν κάποιες από αυτές με κάποιου είδους περιοριστικά μέτρα. Κι αυτές θα κληθούν να σηκώσουν συν τοις άλλοις και το κόστος των όποιων έστω μικρών αυξήσεων του κατώτατου μισθού.
Φυσικά αυτά τα φαινόμενα είναι στρεβλώσεις της αγοράς καθώς, υπό ιδανικές συνθήκες, η ελεύθερη αγορά και ο ανταγωνισμός καθορίζουν σε έναν μεγάλο βαθμό και τις αμοιβές των εργαζομένων. «Μα», θα πει κάποιος, «ο καθορισμός του κατώτατου μισθού από το κράτος είναι η έσχατη ελπίδα του εργαζόμενου για να ψευτοκαλύψει τις βασικές του ανάγκες». Συμφωνώ απολύτως. Απλά πρέπει να βλέπουμε όλες τις πλευρές και γι’ αυτό έγινε αναφορά σε κάποιες επιχειρήσεις που όντως αντιμετωπίζουν πρόβλημα και βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να τα περιμένουμε όλα από το κράτος γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δεν μιλάμε για ένα πλούσιο κράτος, αλλά για μια χώρα που έχει χρέος πάνω από 200% του ΑΕΠ. Ένα χρέος που επιβαρύνθηκε σημαντικά από την πανδημία καθώς ήταν αναγκαίο να επιδοτήσει την οικονομία να σταθεί όρθια, αλλά τούτο δεν σημαίνει πως όλο αυτό το βουνό χρέους δεν θα το βρούμε μπροστά μας σύντομα. Κι ούτε να ξεχνάμε πως οι διαχρονικές υποχωρήσεις των κυβερνήσεων, ακόμα και στις πλέον παράλογες απαιτήσεις των συνδικάτων και κλάδων της οικονομίας, ήταν αυτές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία από την οποία δεν έχουμε ακόμα σηκώσει κεφάλι.
Ελπίζουμε να μην επανέλθουμε στις παλιές τακτικές που το κράτος μοίραζε αλόγιστα χρήμα που δεν είχε, γιατί -αν συμβεί κάτι τέτοιο- δεν θα αργήσει η στιγμή που και πάλι θα κηρύξουμε χρεοκοπία και στάση πληρωμών.