Με το νέο θεσμό της Εισαγγελίας (Public Prosecutor’s Office) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τέθηκε σε λειτουργία από την 1η του τρέχοντος μήνα, η Ένωση κάνει μια αξιέπαινη προσπάθεια να καταπολεμήσει φαινόμενα διαφθοράς και απάτης. Αξιέπαινη και ας ελπίσουμε όχι μάταιη.
Το νέο όργανο έχει κατά βάση «δικαστικά» καθήκοντα, λόγω της φύσης όμως των αδικημάτων που εξετάζει έχει μεγάλη δυνητική επιρροή στον τρόπο με τον οποίο θα λάβει χώρα η οικονομική ανάκαμψη των κρατών-μελών και της ίδιας της Ένωσης. Η Εισαγγελία έχει έδρα το Λουξεμβούργο και αποτελεί ανεξάρτητο γραφείο διερεύνησης και δίωξης εγκλημάτων κατά του κοινοτικού προϋπολογισμού, όπως μπορεί κατεξοχήν να προκύψουν από τη χρήση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU).
Η δομή της Εισαγγελίας έχει δύο σκέλη, ένα κεντρικό/ενωσιακό και ένα αποκεντρωμένο/εθνικό: του ενωσιακού σκέλους προΐσταται ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας, 22 Εντεταλμένοι Εισαγγελείς-ένας από καθεμία από τις συμμετέχουσες χώρες, εκ των οποίων δύο ορίζονται ως Αναπληρωτές Εισαγγελείς, και ο Διοικητικός Διευθυντής΄ το αποκεντρωμένο επίπεδο συγκροτείται από Εισαγγελείς εγκατεστημένους στις συμμετέχουσες χώρες-μέλη, που είναι, όπως ειπώθηκε, 22, καθώς στο αρχικό στάδιο απέχουν, για διαφορετικούς λόγους, η Ιρλανδία (που γενικώς δεν συμμετέχει, όπως και παλιότερα η Μεγάλη Βρετανία, σε κοινές δράσεις στον τομέα δικαιοσύνης και ασφάλειας), η Ουγγαρία και η Πολωνία (ενδεχομένως γιατί αυτό-φωτογραφίζονται σε θέματα οικονομικής διαφθοράς), η Δανία και η Σουηδία (γιατί και οι σκανδιναβικές χώρες τραβούν πλέον, όπως είδαμε την περασμένη εβδομάδα, το δικό τους δρόμο –η Σουηδία πάντως ανακοίνωσε ότι σκοπεύει σύντομα να ενταχθεί στην Εισαγγελία). Επιπλέον, δύο χώρες, οι οποίες, μάλλον όχι τυχαία, περιλαμβάνονται στις παραπάνω κατηγορίες –πρόκειται για τη Φινλανδία και τη Σλοβενία-, ενώ έχουν δηλώσει συμμετοχή, δεν έχουν ακόμα ορίσει τους Εντεταλμένους Εισαγγελείς τους.
Ο νέος θεσμός έχει εκτεταμένες αρμοδιότητες, μικρό σχετικά προϋπολογισμό και ενσαρκώνεται από ένα σχεδόν μυθικό πρόσωπο. Η γκάμα των οικονομικού χαρακτήρα αδικημάτων που τελούν υπό τον έλεγχό του είναι μεγάλη. Οι αρχές καθεμίας από τις 22 συμμετέχουσες χώρες, καθώς και κάθε πολίτης από τις χώρες αυτές, έχουν δικαίωμα αναφοράς στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Η έρευνα γίνεται πρώτα σε εθνικό και στη συνέχεια σε ενωσιακό επίπεδο και, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τον Οργανισμό κατά της Διαφθοράς (OLAF), η Εισαγγελία έχει τη δυνατότητα να «δικάσει» υποθέσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να επιτύχει την επιστροφή των καταχρασθέντων πόρων. Επίσης, η Εισαγγελία είναι εμμέσως αρμόδια για την επιβολή του κανόνα της «παροχής πόρων υπό την αίρεση συμμόρφωσης στο κράτος δικαίου», που συνοδεύει την εκταμίευση από το Ταμείο Ανάκαμψης –και εξηγεί γιατί Ουγγαρία και Πολωνία δεν τρελάθηκαν ακριβώς από τη χαρά τους με τη δημιουργία του νέου θεσμού.
Ο συμβολικός-πολιτικός αντίκτυπος είναι μεγάλος, καθώς η Ένωση δείχνει πρόθεση και οργανώνει ολόκληρο σύστημα, ώστε κανείς να μην μπορεί να της πει ότι βάζει τα εγκλήματα οικονομικής διαφθοράς, άνισα κατανεμημένα αλλά υπαρκτά σχεδόν σε όλες τις χώρες, κάτω από το χαλί. Σε αυτό βοηθά πολύ η επιλογή ως πρώτης Γενικής Εισαγγελέως της Ρουμάνας Λάουρα Κοντρούτα Κοβέζι, μιας δικαστικής λειτουργού που τόλμησε, στην πατρίδα της, να τα βάλει με ένα εξαιρετικά εκτεταμένο δίκτυο διαφθοράς, που περιλάμβανε πολιτικούς ως τις ανώτατες σφαίρες. Το 2018 ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Ρουμανίας την «απάλλαξε» από τα καθήκοντα του Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς, αλλά εν τω μεταξύ η κυρία Κοβέζι είχε γίνει, λόγω των ενεργειών αλλά και του προσωπικού της θάρρους, κάτι σαν λαϊκός ήρωας (ενώ και ο Υπουργός «άντεξε» έναν μόνο χρόνο ακόμα, αφού κατηγορήθηκε για παραβιάσεις της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης).
Από την άλλη, το έργο που περιμένει το νέο θεσμό και την επικεφαλής του είναι τιτάνιο: κληρονομεί περίπου 3.000 υποθέσεις οικονομικής απάτης, ενώ η «κίνηση του χρήματος», δηλαδή των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν έχει αρχίσει ακόμη. Τα μέσα και οι πόροι που τίθενται στη διάθεση της Εισαγγελίας είναι αρκετά περιορισμένα για ένα τέτοιο έργο και έχουν την επιπλέον δυσκολία των εθνικών επικαλύψεων. Η πρώτη φράση της κυρίας Κοβέζι μόλις ανέλαβε –«Δεν υπάρχουν καθαρές χώρες. Δουλειά μας είναι να ερευνήσουμε σε όλες τις χώρες»– απειλεί να αποδειχθεί διπλά προφητική: πράγματι αυτή είναι η δουλειά της, αλλά είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να τη βγάλει σε πέρας σε όλη της την έκταση.
Το σίγουρο είναι ότι την περιμένει πολλή δουλειά. Ήδη, πριν αλέκτωρ φωνήσει, είναι πιθανό να ετοιμάζεται να έλθει στην Εισαγγελία μια πρώτη μεγάλη υπόθεση, αφού δικαστήρια της Τσεχίας έδωσαν το πράσινο φως για διερεύνηση οικονομικών ατασθαλιών με πόρους της Ένωσης κατά του Πρωθυπουργού της χώρας –και επίτιμου μέλους της «αντι-φιλελεύθερης Διεθνούς»- Αντρέι Μπάμπις. Ας ευχηθούμε σε μια γυναίκα που αντιμετώπισε με το κεφάλι ψηλά τους διαδόχους του Τσαουσέσκου να τα καταφέρει στα ανώτερου επιπέδου αλλά εξίσου δύσκολα καθήκοντά της. Και κυρίως ας ελπίσουμε ότι τα κράτη-μέλη θα πάρουν μόνα τους αφορμή να βάλουν μια τάξη στα ζητήματα διαφθοράς, τουλάχιστον στην επίσημη έκφανση τους.